Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Αλλ' η Μαργή δεν είχεν επιστρέψη ακόμη από το Πετρούνι. Μόνον η χήρα ενεφανίσθη και εύρε τρόπον νανταλλάξη ολίγας λέξεις ταπεινοφώνως με τον Μανώλην. Η Σαϊτονικολίνα είχεν εξέλθη προς αναζήτησίν του και μετ' ολίγον τον συνήντησε καθ' οδόν αλλ' εις μάτην επροσπάθησε να τον παραλάβη εις το σπίτι, όπου θα συνηθροίζετο όλη η οικογένεια. Ο Μανώλης εδείπνησεν εις του Αστρονόμου.
Τούτα που θωρείτε και κάνει είνε κουζουλάδα που θα του περάση. Όταν μετά το επεισόδιον του κήπου ο Μανώλης συνήντησε την Ζερβούδαιναν της είπεν: — Αι, εχαλάσαμέν τα με τσοι Θωμαδιανούς και τα χαλάσαμε για πάντα. — Δόξα σοι ο Θεός, είπεν η χήρα μη δυναμένη να κρύψη την χαράν της.
Η εκκλησία μόλις απείχεν εκατοντάδα βημάτων από της παραθαλασσίου αγοράς και της αποβάθρας. Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης κατέβη κούτσα—κούτσα, και εις τον δρόμον πρώτον συνήντησε δύο παιδία του δρόμου παίζοντα εις τον περίβολον της εκκλησίας, τα οποία ηπείλησε με την ράβδον του και τα εδίωξε μακράν του ναού.
Κατηυθύνθη εις την αίθουσαν, όπου ήξευρεν ότι έκεικτο η γραία, και μόλις είχε πνοήν να ερωτήση την νοσοκόμον, ην συνήντησε προ της θύρας. — Πώς είνε; — Καλά που ήλθες, απήντησεν εκείνη. Η θειά σου εβάρυνε. Όλη την ήμερα σ' εζητούσε. Τώρα. . . . Ο Γεώργης δεν ήκουσεν άλλο.
Άνθρωπον δεν συνήντησε κανένα πλέον. Ευρίσκετο εις μίαν κρημνώδη φάραγγα, όπου δεν έβλεπεν ουρανόν από τα πυκνά δάση, και όπου τα παλαιά λιθόστρωτα, φθαρέντα εκ των βροχών, παρεκώλυον βήμα προς βήμα τον οδοιπόρον. Εσκέφθη να γυρίση οπίσω. Αλλά πάλιν «πώς ν' αφήση έτσι σβυστό τον Χριστό!» Άλλως ήτο άφοβος γυνή.
Αλλά μίαν Κυριακήν τον συνήντησε καθ' οδόν ο Αστρονόμος, και μειδιών του είπε: — Για 'πε αλεύρι, Μανωλιό! — Αλεύρι. — Ο Τερερές σε γυρεύγει. Ο Μανώλης εκοκκίνισε. — Κ' εγώ τόνε γυρεύγω, είτε, μα φοβάται και χώνεται. — Να σου πω, είπε προσποιούμενος σοβαρότητα ο Αστρονόμος, μην το παίρνης αψήφιστα το πράμμα. Ο Τερερές είνε κακός ... — Δεν τονε φοβούμαι.
Συνήντησε τους Λοκρούς τους διωχθέντας εκ της Μεσσήνης, διά να αποικίσουν αλλαχού· η εξορία των έγινε μετά την ειρήνευσιν των Σικελιωτών, διότι κατ' εκείνην την εποχήν μία εκ των δύο μερίδων οπού εχώριζαν την Μεσσήνην είχε προσκαλέσει τους Λοκρούς, οι οποίοι έστειλαν αποικίαν εις την πόλιν ταύτην και έγιναν κύριοι αυτής επί τινα καιρόν.
Συνήντησε τον ιερέα, ασκεπή, με το Άγιον Ποτήριον, κατερχόμενον από τον οικίσκον του ασθενούς. Ο Στάθης έβγαλε το καπέλλο του, επροσκύνησε βαθέως και τέλος ανήλθεν εις την μικράν οικίαν. Ο Θανάσης ήτον εις τας λοισθίας στιγμάς. Ο Στάθης επλησίασεν εκθύμως, του έδωσε το πορτοφόλι εις τας χείρας. Εκείνος το έλαβε κ' εμειδίασε.
Και τώρα, ημέραν και νύκτα, τα άντρα αντήχουν από τους ολολυγμούς του, και ήτο αφόρητος εις τον ίδιον εαυτόν του και εις τους άλλους. Αυτή η φρικώδης μορφή του γυμνού μανιακού συνήντησε τον Κύριον ημών ευθύς ως απέβη εις την όχθην περί όρθρον. Ο είς των Ευαγγελιστών αναφέρει ενταύθα δύο δαιμονιζομένους, αλλά τούτο ουδόλως βλάπτει.
Αλλά πού να εύρη τόσον υψηλήν κλίμακα, και πόθεν ηδύνατο να την πορισθή, ή πόθεν να την μεταφέρη; Είτα εδοκίμασε το ικανώς αλλόκοτον εκείνο μέσον, της βαθμιαίας διατρήσεως και αναρριχήσεως του τείχους. Ευρίσκετο δε ήδη εις την τρίτην νύκτα, και η εργασία δεν προέβαινε πόρρω, καθ' ην εσπέραν συνήντησε τον Τρέκλαν και εγνωρίσθη μετ' αυτού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν