United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν δ' έφθασεν εκεί δεν εύρε παρά το μάλλινον σακκίδιον του βοσκού, κρεμάμενον από ενός στύλου κ' επί του πατώματος της σκιάδος το σιλάχι και την κατερρακωμένην φλοκάταν του. Η Σμάλτω εθυμώθη διότι δεν τον εύρεν εκεί, να του είπη μίαν ώραν αρχίτερα ό,τι έπρεπε να ελαφρυνθή επί τέλους.

Ορθόν κρατούσα ανά χείρας τον κάλαμον, την ακοήν τεταμένην εις ύψιστον έχουσα, αργά πατούσα διά να μη προξενήση κρότον και χάση μίαν στιγμήν τον σκοπόν της φλογέρας, προυχώρησεν ασυνειδήτως προς την σκιάδα, ελκυομένη υπό του ήχου. — Πάλι τη φλογέρα; εφώναξε κατακόκκινη προς τον Μήτρον, τον οποίον εύρε συνεσπειρωμένον όπισθεν ενός στύλου της σκιάδος.

Είπε, και αυτοίτην προσταγήν υπάκουσαν κ' επήγαν·τον θάλαμο τον εύρηκαν χωρίς να τους νοήση· εκείνος ζητούσ' άρματατο βάθος του θαλάμου, 180 και αυτοίτα πλάγια στάθηκαν της θύρας κ' εκαρτέρουν, και ως πάτησ' ο γιδοβοσκός Μελάνθιος το κατώφλι,— καιτο 'να χέρ' είχε λαμπρό περίκρανο, πλατείαν εις τ' άλλο ασπίδα παλαιάν, και μουχλαραχνιασμένην, οπ' ο Λαέρτης ήρωας φορούσ' ότ' ήτο αγόρι, 185 ριμμένην τώρα, και η ραφαίς λυθήκαν των λουριών της,— επάνω τ' ώρμησαν οι δυο και απ' τα μαλλιά τον σύραν μέσα, και χάμαι βρόντησαν τον κατατρομασμένον. χέρια και πόδια του 'δεσαν αντάμ', αφού με τρόπον σκληρόν τα οπισθογύρισαν, ως ο Λαερτιάδης 190 επρόσταξ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας και, αφού σχοινί του πέρασαν, 'ς την κορυφή του στύλου τον ανεβάσαν υψηλά τα πατερά να εγγίξη. και του 'πες με περίγελον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· «Τώρ', ως σου πρέπει, μαλακά, Μελάνθιε, πλαγιασμένος 195 θα ολονυκτήσης έξυπνος, και δεν θα σε ξαφνίση ερχόμεν' η χρυσόθρονη του όρθρου θυγατέρα απ' ταις ροαίς του Ωκεανού, την ώρα 'που συ φέρνεις τα ερίφια μες τα δώματα να φάγουν οι μνηστήρες».

— Α! εψιθύρισεν εκπλαγείς, ήρθες; κάτσε και θ αλλάξω το σκοπό μου. Χωρίς δε να είπη τι άλλο, έφερε πάλιν την φλογέραν εις τα χείλη και ήρχισε νέον αύλημα. Η Σμάλτω ως περίεργον παιδίον, λαβόν παρά της μάμμης του την υπόσχεσιν ότι θ' ακούση κανέν νέον παραμύθι, εκάθησε προθύμως εις μίαν πέτραν πλησίον του βοσκού, στηρίζουσα την κεφαλήν επί του απέναντι στύλου της σκιάδος.

εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 170 «Εγώ με τον Τηλέμαχον τους θαυμαστούς μνηστήραιςτο δώμα θα κρατήσουμεν, όσην ορμή και αν δείξουν. σεις τώρ' εκείνον ρίξετετον θάλαμο με χέρια και πόδι' οπισθογύριστα, και δέσετε την θύρα, αφού, περνώντας του σχοινί, 'ς την κορυφή του στύλου 175 τον ανεβάσετε υψηλά τα πατερά να εγγίξη, ώστε να ζη πολληώρα εκεί μ' οδύναις του θανάτου».