United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και περιπατώντας με μεγάλην βίαν όλην εκείνην την νύκτα το ταχύ εβγήκαμεν από τα σύνορα του βασιλείου της Καρίσμου και εκεί ευρεθήκαμεν ελεύθεροι από κάθε φόβον κινδύνου. Ο Λαλάς μου δεν έλειπεν εις όλην την στράταν να με ονειδίζη διά τον κίνδυνον που εβάλθηκα, και πως αυτός αν δεν έκανεν αυτήν την κυβέρνησιν, ήθελα ήμην χαμένος.

Το σύννεφον, ή διά να ειπώ καλλίτερον το τελώνιον που ήτον μέσα εις αυτό, απεκρίθη· Ω μεγάλε προφήτα, εγώ υπάγω εις την Κίναν· έχεις κανένα πρόσταγμα διά να σε δουλεύσω; Πηγαίνεις να καλοποιήσης; είπεν ο Χεδέρ ή να παιδεύσης; Διά να παιδεύσω του απεκρίθη το τελώνιον. Ωσάν είνε έτσι του είπεν ο Χεδέρ ακολούθησε την στράταν σου, με το να μην έχω χρείαν από εσένα.

Η κατάστασις εις την οποίαν είδαν την βασίλισσαν Ρετζίαν, εστάθη πάντα η ομιλία τους εις την στράταν. Και μίαν ημέραν που εσυνομιλούσαν επάνω εις αυτήν, ο Σεήφ λέγει του Βεδρεδίν.

Ο Καλάφ επήγε γυρίζοντας εις όλες τες ράχες και βράχους χωρίς να ημπορέση να ξανοίξη καμμίαν στράταν, όθεν μένοντας πολλά θλιμμένος έπεσεν εις τα γόνατα, και μετά θερμών δακρύων επικαλούνταν την βοήθειαν του Ουρανού· έπειτα σηκωνόμενος εξαναγύρισε πάλιν διά να ξαναζητήση καμμίαν οδόν.

Ευθύς που έδωσα τον λόγον μου του Φακύρη, πως θέλω κάμει καθώς αυτός επιθυμούσε, με έφερεν εις την Μπόστην, και εις την στράταν επεράσαμεν ευτυχισμένοι από φαγιά· διατί εις όποιον χωρίον και αν απερνούσαμεν ευθύς που ήκουαν τες φωνές του Φακύρη, έτρεχαν οι καλοί Μουσουλμάνοι, και μας εγέμιζαν από διάφορα φαγητά, και με τέτοιον τρόπον εφάσαμεν εις την Μπόστην.

Τα γλυκά λόγια, που του έλεγεν η βασίλισσα, άναψαν περισσότερον τον θυμόν του Δαλήκ, και με οργήν της απεκρίθη. Μη φαντάζεσαι ότι ποτέ θα συγκλίνω εις την παράξενην θέλησίν σου· κάμε να μου δώσουν την αγαπημένην μου Κατηγέ, και άφησέ μας να πηγαίνωμεν εις το ταξείδι μας· ημείς δεν είμεθα υποκείμενοί σου διά να μας βιάσης, και να μας εμποδίσης από την στράταν μας.

Αφού ανεπαύθηκα ολίγον με κάθε αγαλλίασιν ανάμεσα εις τους βράχους, εγύρισα πάλιν πίσω εις το υπόγειον, όμως με τέτοιον τρόπον· έδεσα ένα σχοινίον μακρύ έξω από μίαν πέτραν, το οποίον σχοινίον το είχα μαζί μου από εκείνα που εκατέβαζαν τους νεκρούς εις το υπόγειον, και το είχα δεμένον από το κρεββάτι μου ή ξυλοκρέββατον, όταν ήκουσα το σύρισμα, με σκοπόν ότι εάν χάσω την στράταν εις το σκοτάδι εκείνο, να ημπορώ να γυρίσω πάλιν εις το κρεββάτι μου, εκεί που είχα το φαγητόν μου.

Αυτός δεν ηθέλησε, λέγοντάς μου πως ήτον ευχαριστημένος να υπάγη εις τον τόπον που εγεννήθηκεν, ο οποίος ήτον από το βασίλειον της Γάζνας, και εκεί να κάμη κάθε τρόπο διά να φέρη την γυναίκα του διά να περάση το επίλοιπον της ζωής του εν ησυχία· και ούτως ηκολούθησεν· ομοίως και οι φύλακες, παίρνοντες άλλην στράταν ανεχώρησαν.

Ο Βασιλεύς όλος χαρά, έτρεξε και επήρε το γεράκι του, και το εφίλησε με μεγάλον πόθον· έπειτα γυρίζοντας προς τον Καλάφ του λέγει· τι άνθρωπος είσαι εσύ, αγαπημένε μου; μου φαίνεται πως είσαι ξένος, πες μου το λοιπόν πώς ευρίσκεσαι εδώ; Αυθέντη, του απεκρίθη ο Καλάφ· εγώ είμαι υιός ενός πραγματευτού από την Βίσραν, ο οποίος είχε πολλά πλούτη, και ταξειδεύοντάς με αυτόν και με την μητέρα μου διά να πάμε εις το Μπαγδάτ, εσυναπαντήσαμε κλέφτες εις την στράταν και μας έγδυσαν από ό,τι είχαμεν, και ζητώντας ελεημοσύνην εφθάσαμεν έως εδώ.

Ευθύς άφησα εκεί το άλογόν μου, και εκίνησα με προθυμίαν να υπάγω προς αυτήν με όλον που οι ελαφίνες μου εφαίνονταν πως με εμποδούσαν, τραβώντας με με τα δόντια τους από τα φορέματα, και εμποδίζοντάς μου την στράταν.