United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι ιατροί γνωρίζοντάς την αιτίαν της αρρώστιας της, είπαν του βασιλέως, ότι όλα τα ιατρικά τους ήτον ανωφελή, και ότι η βασιλοπούλα απέθνησκεν αν στέκη στερεός διά να την υποχρεώση να στεφανώση τον βασιλέα της Θέμπας.

Εμπρός, κύριέ μου, ας ακολουθήσαμε τη συμβουλή της γριάς, ας φύγομε κι' ας τρέχομε δίχως να κυττάμε πίσω μας. Ο Αγαθούλης έκλαψε: — Ω αγαπημένη μου Κυνεγόνδη! Πρέπει να σ' εγκαταλείψω την ώρα, που ο κύριος Κυβερνήτης επρόκειτο να μας στεφανώση! Κυνεγόνδη, φερμένη από τόσο μακρυά, τι θ' απογίνης; — Θα γίνη ότι μπορεί, είπεν ο Κακαμπός. Οι γυναίκες δεν χάνονται ποτές. Ο Θεός τις φροντίζει. Δρόμο.

Έχει και αυτός το χωράφι του, το αμπέλι του, τη γυναίκα του, το σπίτι του και την αγελάδα του. Η παπαδιά είναι σαν τις άλλες γυναίκες του χωριού. Και λειτουργάει ο παπάς κάθε κυριακή και σκόλη. Τον βλέπεις σε κάθε λείψανο, στεφάνωση και βάφτιση.

Εκεί που γινόταν η στεφάνωση κ' η θεια Ελέγκω έκλαιγε φωναχτά απ’ τη συγκίνησή της και γιατί τόχε πάρει πια σκοινί γαϊτάνι απ' τις ιστορίες του εκκλησιάρη, η Λιόλια ήτονε σα χαμένη απ' τον εαυτό της κι όλο κρυφόβλεπε κατά τους τοίχους μήπως και ξανοίξη τα μάτια των Αγίων ή τα χέρια τους να ευλογούν.

Είχε λάβει δύο κληματίδας λεπτάς απ' την πλουσίαν αναδενδράδα της αυλής του, τα είχε τυλίξει με βαμβάκι, κ' εκόλλησεν επάνω ολίγον χρυσόχαρτον, το οποίον εύρε εις τα συρτάρια των εργοχείρων της γυναικός του, περίσσευμα από στέφανα άλλων γάμων, επειδή η Χατζίνα ηγάπα τα τοιαύτα κοινωνικά χρέη, και συχνά εγίνετο συντέκνισσα εις ανδρόγυνα, και νονά εις βρέφηακούουσα εκάστοτε την συνήθη εγκάρδιον ευχήν : «Όπως έτρεξες με το λάδι, να τρέξης και με το κλήμα, συντέκνισσα» — δηλ. να ζήση να στεφανώση τα νεοφώτιστα, όσα είχεν αναδεχθή.

Αρχίζει δε η τελετή της θεωρίας από την στιγμήν, κατά την οποίαν ο ιερεύς του Απόλλωνος στεφανώση την πρύμνην του πλοίου. Τούτο δε συνέβη να γίνη, καθώς έλεγα, την προηγουμένην ημέραν της δίκης. Διά τούτον τον λόγον έμεινε πολύν καιρόν ο Σωκράτης μέσα εις την φυλακήν, αφού ετελείωσεν η δίκη του, έως να τον θανατώσουν. Εχεκράτης.

Στην αυλή της Δέσπως. ΚΡΑΛΗΣ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ύστερα ΚΕΡΙΑΚΟΣ, ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ΔΕΣΠΩ, ΑΔΕΡΦΙΑ. Κωστ. Το γλέντι πήγε ως την ώρα καλά, χρυσέ μου γαμπρέ, κ' η γριά μας ύστερ' από τη στεφάνωση ξαναχόρεψε κιόλας. Μα σήμερα μας ξημερώνει δύστροπη μέρα, και δύστροπη την κάνουν κάτι αναποδιές που δε βγαίνουν κι από το χέρι μας.

Να πάη στη στεφάνωση της εγγονής του στάθηκε αδύνατο· την έβλεπε όμως τη χαρά ομπροστά του πάλι σπαρταριστή, τότες που μεταγύριζε η καταστόλιστη νύφη με τον καλό της, με τα κορίτσια που τη συνοδεύανε, με το συγγενολόγι που ακλουθούσε. Λόγιαζε ο δύστυχος κι από την άλλη το Χάρο κι ολοένα ζύγωνε, ολοένα μαύριζε δίπλα του. Είταν η στερνή του χαρά.

Γιατί είναι η αθάνατη αγκάλη, που η Ελλάδα μας, η μητέρα του παληού καλού καιρού εφύλαξεν εις τα κατάβαθα της γης, για ν' αγκαλιάση σήμερα τα νέα παιδιά της, δυναμωμένα και γερά και να τα στεφανώση ήρωας.... Δ η μ ο σ ι ο γ ρ ά φ ο ς θαυμάσια ιδέα!