United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πέρασε πλήθος χρόνιατου ζευγολάτη τόργωμα, 'ς του πιστικού τη στάνη, Μέσ' 'ς το καλύβι του ψαρά, 'ς τα μεσοχώρια μέσα, Μέσα εις κελλιά μοναστηριού, 'ς αρματωλού λημέρια. Άκουσε τ' αναστέναγμα του ναύτη, τ' αγωγιάτη Του θεριστή του αργατικού έμαθε το τραγούδι, Της βοσκοπούλας το σκοπό, το μοιρολόι του κλέφτη. Το διαμαντένιο στέμμα της, οπώλαμπε 'σαν ήλιος, Τούχε λερώσει ο κορνιαχτός του κάμπου.

Άξαφνα, όμως διάπλατη ανοίγει η πόρτα και ξανθή αχτίνα μπαίνει μέσα το βασιλόπουλο. — Πατέρα σε ονομάζω και βασιλιά σε προσκυνώ· λέγει γονατίζοντας εμπρός του. Όλα τα παίρνω τόρα και σ' αλαφρώνω τη ζωή. Ντύνομαι τη χλαμύδα το σιδεροποκάμισο· βάνω το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· παίρνω το Σκήπτρο κεντρί του έθνους μου. Κυβερνώ σαν πατέρας και σαν βασιλιάς.

Την ωραιοτέραν γυναίκα του κόσμου έχεις εις την εξουσίαν σου. — Κλεισθήτε ωραία βλέφαρα, και ας μη ιδούν ποτέ τον χρυσούν Φοίβον βασιλικώτερα μάτια! Είναι στραβά το στέμμα σου· θα το διορθώσω, και έπειτα θα διασκεδάσω. Α’. ΦΥΛΑΞ. Πού είναι η βασίλισσα; ΧΑΡΜΙΟΝ. Σιγά, σιγά μη την ξυπνήσης. Α’. ΦΥΛΑΞ. Ο Καίσαρ έπεμψεΧΑΡΜΙΟΝ. Πολύ αργός ταχυδρόμος. Έλα γρήγορα· μόλις σε αισθάνομαι.

Εν πορφύραις εγκεκαρδυλημένος, με το στέμμα και με το σκήπτρον το βασιλικόν, καταγλαϊζόμενος εξ' αδαμάντων, ο νεκρός ετέθη εις μεγαλοπρεπές φέρετρον και προεπέμφθη εν στρατιωτική πομπή, μέσω νεφών θυμιάματος, μέχρι του εν Ηρωδείω τάφου του, όχι μακράν του μέρους όπου ο Χριστός εγεννήθη.

Όλα επήγαιναν καλά, μόνον ο βασιληάς δεν είχεν ακόμη γελάσει. Με την ελπίδα να επιτύχη και τούτο εσκαρφίστηκε να λαθροχειρίση το βασιλικό στέμμα και να στεφανώση με αυτό μία κεφαλή αγριοχοίρου, που ήταν στημένη εις το μέσο του τραπεζιού του δείπνου. Ο βασιληάς όμως δεν ήταν, καθώς φαίνεται, ευδιάθετος.

Μη σ' εύρω, γέροντα, εγώτα βαθουλά καράβια, Ή να αργήσης τώρ' αυτού, ή ύστερ' πάλε να 'ρθης· Και του Θεού δεν σ' ωφελήσ' το στέμμα και το σκήπτρον Αυτήν εγώ δεν απολνώ, πριν την ερθή το γήρας, 'Σ το Άργος, εις το σπήτι μου, μακριά 'πό την πατρίδα, Έχοντας έργον το πανί, και το δικό μου στρώμα. Μόν' φύγε· μη με σύγχιζε, γερός για να πηγαίνης.

Αλλά, μα την αλήθεια, αυτοί οι παραλυμένοι διάβολοι κάμνουν πολύ κακό εις τας γυναίκας των θεών, διότι αν οι θεοί κάμουν δέκα, οι δαίμονες χαλούν τα πέντε. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Καλά, πήγαινε, χαίρε. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δος μου το φόρεμά μου· φόρεσέ μου το στέμμα μου. Αισθάνομαι εν εμοί πόθον αθανασίας. Δεν θα υγράνη πλέον τα χείλη μου ο χυμός των σταφυλών της Αιγύπτου. — Σπεύσον, σπεύσον, καλή μου Ειράς· γρήγορα.

Και δίπλα εκεί να ιδής, καλέ μου φίλε, καπετάνιε μου, επάνω εις ένα καναπέ ολόχρυσον ωσάν εις ένα θρόνον τον Άγιον Βασιλέα, οπού κοιμάται, και με τους ανασσασμούς του κονταναιβαίνει το στήθος του, σαν όταν κοιμάται ένας ζωντανός. Φορεί το στέμμα και κρατεί το σκήπτρον του ωχρός σαν πεθαμένος, πλην μαλακά τα μέλη του σαν ζωντανός . . .

Κράζει τον γιο του μονάκριβο βλαστό, παρακαλεί και λέγει του με σβυσμένη φωνή, με θολωμένα μάτια: — Καλέ μου και χρυσέ μου έλα και πάρε τα. Ντύσου χλαμύδα το σιδεροπουκάμισο· βάλε το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· κράτει το Σκήπτρο κεντρί του έθνους σου, δέσποζε και κυβέρνα. Κυβέρνα σαν πατέρας και σαν βασιλιάς. Το βασιλόπουλο πεισματικά του απαντά: — Πατέρα σε ονομάζω και βασιλιά σε προσκυνώ.

Μα δίχως καν το χώμα μας να κηλιδώση αίμα, ειρήνης γλυκόχάραγμα 'στο έθνος μας εφάνη, και μόλις έβγαλα κι' εγώ το τουρκομάχον στέμμα, ευθύς εστεφανώθηκα με νυμφικό στεφάνι. Επέταξα τα όπλα μου, σπαθί, σκελέα, σάκκο, και σαν τρικούβερτος γαμπρός εφόρεσα το φράκο.