United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωστόσο τη ρωτούσα και πολλές φορές μπορούσε να μου χαμογελά με μια τέτοιαν έκφραση, σα να έτρεχε η ψυχή της μακριά, με μιαν έκφραση, που μου βασανίζει ακόμα την ανάμνηση, γιατί ίσια ίσια αυτή η έκφραση είταν εκείνο, που προσπάθησα να νικήσω τόσα χρόνια κι ωστόσο κυριάρχησε και με νίκησε. — Δεν πρέπει να με ρωτάς, μου είπε μια φορά. Δεν το γνωρίζω και γω τι είναι.

Και ρωτούσα τον εαυτό μου: Γιατί; Γνώριζα πως δεν μπορούσα ποτέ να τη ρωτήσω γι' αυτό. Γιατί θα μου αγκάλιαζε το λαιμό με τα χέρια της και θα μου έλεγε: «Ω, δε μου έχεις κάμει ποτέ άλλο από καλόΝόμιζα πως άκουγα το φανατισμό της φωνής της, όταν έλεγε αυτά τα λόγια. Ναι, ήξερα πως έτσι θαπαντούσε κ' ήξερα πως όλα όσα έλεγε τα αιστανότανε αληθινά. Η ιδέα όμως αυτή δε με ησύχαζε.

Λέξη όμως δε βγάζαμε κι όταν γυρνούσα προς το μέρος, όπου καθότανε η γυναίκα μου, αιστανόμουνα πως έκλαιγε, χωρίς να την ακούω. Πιο δυστυχισμένοι δε θα μπορούσαμε να είμαστε, αν ένας από μας ή κ' οι δυο είχαμε να κρύψουμε αναμεταξύ μας κάποιο σκοτεινό μυστικό. Κι όμως κ' οι δυο γνωρίζαμε πως τέτοιο δεν υπήρχε. Είσαι δυστυχισμένη μαζί μου, Έλσα; τη ρωτούσα.

Τελικά η θεία Νοέμι συνήλθε και με απομάκρυνε με το χέρι της, ενώ έλεγε: καλύτερα να είχα πεθάνει πριν έρθει αυτή η μέρα. Εγώ τη ρωτούσα: γιατί; γιατί; θεία Νοέμι, γιατί; Κι εκείνη με το ένα χέρι με απομάκρυνε και με το άλλο έκρυβε τα μάτια. Τι βάσανο! Γιατί ήρθα, Έφις; Γιατί;» Ο υπηρέτης δεν ήξερε τι να πει.

Δεν θα γυρίση το παιδί μου, έλεγα, δεν θα προφθάση να έλθη πίσω, και θ' αποθάνω, και θα μείνουν τα μάτια μου ανοιχτά, από την λαχτάρα που έχουν να το διούνε! Όλ' ημερίτσα παραφύλαγα τους δρόμους και ρωτούσα τους διαβάτας. Και όταν εβράδυαζεν, άφην' ανοιχτή την θύρα έως στα μεσάνυχτα. Μη σφαλείς, Μιχαήλε, μπορεί να έλθ' ακόμη. Και δεν θέλω να έλθη το παιδί μου και να βρη κλειστή την θύρα μου.

Το είδα στο πρόσωπό της, όταν έμενε μόνη και νόμιζε πως δεν την παρατηρεί κανείς· κι όταν το πρωτοείδα νόμισα πως έτρεχε κάτι μεταξύ μας. Τη ρωτούσα συχνά γι' αυτό και μου είναι δύσκολο να πω αν είταν η αγάπη μου ή η φιλαυτία μου, που μ' έκανε να νομίζω πως η ευτυχία της δεν έπρεπε να θολώνεται από άλλο τίποτες παρά από εκείνο που αφορούσε εμέ. Έβλεπα πως τη βασάνιζα φοβερά με όσα τη ρωτούσα.

Αν και πολλές φορές εβασανίστηκα κυνηγώντας γίδια βυζανιάρικα, και πολλές φορές απόκαμα τρέχοντας πίσω από μουσκάρια νιογέννητα, όμως αυτό ήτανε κάτι άλλο πράγμα κι άπιαστο. Αφού λοιπόν απόστασα, σαν γέρος που είμαι, κι' ακούμπησα στο ραβδί μου και συνάμα επρόσεχα, μήπως ξεφύγη, το ρωτούσα ποιανού γείτονα είναι και γιατί κορφολογάει ξένο περιβόλι.

ΙΩΝ Αλλοίμονον! ο πόνος μου ευρήκεν κι'άλλον όμοιο. ΚΡΕΟΥΣΑ Αποζητάς και συ, θαρρώ, τη μάννα σου τη δόλια. ΙΩΝ Μη μου θυμίζης θλιβερά, που θέλω να ξεχάσω. ΚΡΕΟΥΣΑ Σωπαίνω• αλλά τελείωσε αυτό που σε ρωτούσα. ΙΩΝ Ξέρεις ποιό είνε θλιβερό περσότερο απ' όσα λες; ΚΡΕΟΥΣΑ Ότι κ' εκείνη η δύστυχη το ίδιο υποφέρει; ΙΩΝ Πώς θα ειπή τάχα ο θεός, ό,τι ήθελε να κρύψη;