United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ψυχή απεκοιμήθη βαθμηδόν, αλλ' όνειρα δεν είδε πλέον. Πόσην ώραν εκοιμήθη ; εις τίνος νυμφίου εκοιμήθη τας αγκάλας; ουδ' αυτή το ήξευρεν, ότε εξύπνησε. Τούτο μόνον είδεν, ότι φαιδρόν και θάλπον φως επλήρου τον κοιτώνα της, και ότι ήτο μόνη. Ο μυστηριώδης εκείνος κοιτών, όπου τόσον παράδοξου διήγαγε νύκτα, απήστραπτεν ήδη όλην αυτού την λαμπρότητα υπό το φως του ηλίου.

Έτυχέ ποτε, αναγνώστα μου, ν’ αποκοιμηθής με ανυπόφορον βήχα, κοιμώμενος να ιδρώσης και εξυπνήσας να ευρεθής ιατρευμένος; Αγνοών ότι είσαι καλά ανοίγεις μηχανικώς το στόμα, ίνα πληρώσης εις τον επικατάρατον βήχα τον συνήθη φόρον. Αλλά πόσην αισθάνεσαι χαράν, μη ευρίσκων εις τον λάρυγγα το οχληρόν θηρίον!

Και όσον μεν διά τα άλλα, το να τα αποκτήση κανείς χρησίμως είναι, καθώς λέγει η παροιμία, και δυνατόν και όχι δύσκολον, δηλαδή πόσην περιουσίαν πρέπει να έχη και πόσην όχι και ποίου είδους σώμα πρέπει και ποίου όχι.

Μίαν γουν ημέραν ο ανόσιος Γεμιστός, θέλοντας να δείξη την δύναμιν και εξουσίαν οπού είχε λάβει από τους καταράτους δαίμονας, ώστε να του κάμνωσιν όλα τα θελήματά του, λέγει εις έναν από τους μαθητάς του, ονόματι Νίκανδρον: «Γνωρίζεις πόσην εξουσίαν έχω.

Με τα σωστά σου, μάννα; είπεν ο Μάχτος αδημονών. — Τι έπαθες, μικρέ μου; είπεν η Γύφτισσα. — Τι έπαθα; Η Αϊμά πού είνε; — Πού θέλεις να είνε; Όπου είνε θαρθή. — Αλλά λείπει πολλήν ώραν; — Δεν ξεύρω πόσην ώραν λείπει, μικρέ μου, είπεν η Γύφτισσα. — Και τι κάμνεις εδώ; Να μη ξέρης πότε έφυγε, και πού πάγει; — Πού θέλεις να πάγη; Δουλειά θα έχη. — Εγώ υπήγα παντού. Δεν είνε πουθενά.

Τι να έκαμνα; έστειλα τον υπηρέτην μου εκεί έξω, διά να έχω τουλάχιστον πλησίον μου ένα άνθρωπον ο οποίος την είχε πλησιάσει σήμερον. Με πόσην ανυπομονησίαν τον επερίμενα, με πόσην χαράν τον επανείδα. Μου ήλθε να τον πιάσω από το κεφάλι να τον φιλήσω αλλ' εντράπηκα.

Αυτές δεν μας εκύτταξαν πλέον, παρά με οφθαλμούς γεμάτους από θυμόν· Αχ, τρισάθλιοι, εφώναξεν η θυγατέρα του βασιλέως, με τέτοιον τρόπον ανταποκρίνεστε εις τες ευεργεσίες μου; δεν ηξεύρετε πόσην ζημίαν ημπορώ να σας κάμω εις μίαν στιγμήν; αχάριστε, μου λέγει εμένα, έχεις τόσην τόλμην να λάβης τόσον ολίγον σέβας εις τα σημεία της αγάπης που σου εφανέρωσα; τι ευρίσκεις εσύ εις εμένα, που να ημπορή να σου προξενήση εναντίωσιν; έχω εγώ κανένα έγκλημα επάνωθέν μου, που να σε κάμη να με μισήσης;

Με πόσην λύπην ήκουεν η Ανθούλα κάθε Κυριακήν το βράδυ το ξημερώνει αύριον Δευτέρα! Αφού έπαιζεν όλο το απόγευμα του Σαββάτου και όλην την Κυριακήν, της ήτο πολύ βαρύ ν' ανοίξη την Δευτέραν το βιβλίον της· διότι πρέπει να σας ειπώ ότι η Ανθούλα δεν αγαπούσε διόλου τα γράμματα. Η ευφυία δεν της έλειπεν, απ' εναντίας ήτο εξυπνοτάτη αλλά δεν ηγάπα να κοπιάζη.

Δηλαδή, αφού εδίδασκε οτιδήποτε, κατόπιν έλεγε εις τον μαθητήν του να εκτιμήση πόσην αξίαν νομίζει ότι έχουν όσα έμαθε, και ελάμβανε τόσον ποσόν. Εις τοιαύτας δε περιστάσεις μερικοί εφαρμόζουν το : Μισθός συμφωνημένος και καλός .

Εδώ κάθομαι, σωστά, απήντησεν ο Τρέκλας. — Και πρωτήτερα δεν με είδες; — Δεν σε είδα. — Διατί εκρύβης; — Δεν εκρύφθηκα. — Είσαι πολλήν ώραν εδώ; — Τώρα ήλθα. — Λοιπόν δεν με είδες εκεί; — Κοιμώμουνα. — Εκοιμώσουν; Και λες ότι ήλθες τώρα; — Έχω ώραν εδώ. — Πόσην ώραν; — Αποβραδής εδώ είμαι. — Λοιπόν θα με είδες εκεί; είπε μετά δισταγμού ο ξένος, δείξας τον τοίχον. — Σε είδα, είπεν ο Τρέκλας.