Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


»το στρώμ' ακόμη το ζεστό του αντρός της και να φεύγη». Είπε' κ' εγώ ευκολόπιστη τον έπιασ' απ' το χέρι κι αγάλια τον επλάγιασα στο μαλακό μου στρώμα· κι άρχισαν να μαλάζωνται μαζί τα δυο κορμιά μας και τα ζεστά μας πρόσωπα ν' ανάβουν, να κορώνουν· κ' εψιθυρίζαμε γλυκά στόμα με στόμα οι δυο μας. Και να μη σ' τα πολυλογώ, Σελήνη αγαπημένη, τα πιο μεγάλα εκάναμε κ' ήρθαμ' οι δυο σε πόθο.

Μητέρα των θεών, μητέρα της Ιστορίας! Ειμαρμένη! Στα βάθη της Ανατολής υψώνεσαι πελώριο βουνό με μορφή γυναίκας. Η κόρη σου η Δημιουργία, όταν καθρεφτίζεται στην αγωνία της επιστήμης και στης Τέχνης την έκσταση, καίγεται απ' τον πόθο να μάθη ποια είσαι συ που την έκαμες τόσο ωραία. Το πνεύμα ζητεί το σκοπό της χειρονομίας σου, όταν τίναζες στο χάος τους κόσμους και τους νόμους των.

Κάτι άλλους τύπους τους άφησα, για να δείξω και τον πόθο που είχαμε από τότες να τα πούμε όλα στην καθάρια δημοτική. Ο τύπος τον εμαφτό μου είναι πολύ σωστός, αν και παραδεχτήκαμε σήμερις τον εαφτό μου.

Και πάλι κίνησα ναρθώ, Χριστέ μου, στην αυλή σου, να σκύψω στα κατώφλια σου τα τρισαγαπημένα, οπού με πόθο αχόρταγο το λαχταρεί η ψυχή μου. Η σάρκα μου αναγάλλιασε σιμά σου κ' η καρδιά μου. Το χελιδόνι ηύρε φωλιά και το τρυγόνι σκέπη, να βάλουν τα πουλάκια τους τα δόλια να πλαγιάσουν, τον ιερό σου το βωμό, αθάνατε Χριστέ μου.

Όλα αυτά είναι πολύ όμορφα. — Μ' άρεσαν ακόμη, είπα, οι σχέσες των αφεντικών με τους δούλους. Τ' αφεντικά φέρνονται με μεγάλη καλωσύνη, οι δούλοι, μ' απλοϊκή ελευθερία μα και με βαθύ σεβασμό και με τον πόθο ν' αρέσουνε στ' αφεντικά.

Κωλώνει τότε ο Έχτορας κι' οι στρατηγοί των Τρώων, και με τα ζήτω οι Δαναοί τον Πόθο και το Φόρκη τραβάν και τις αρματωσές τούς λύνουν απ' τους ώμους.

Μπορεί τόνομά του να δοξαστή, εκείνος μήτε το βλέπει. Τι θα την κάμη, τη δόξα; Του φτάνει να σας πη την ιδέα τουκαι σας τη λέει με πόθο και ζέσηκι όποιος διαβάση τα βιβλία του, νομίζει πως τον ακούει και μιλεί. Οι ελπίδες μου είναι μεγάλες. Θα μας βγη βέβαια μια μέρα κανένας τέτοιος ποιητής ή πεζογράφος.

Στο ένα διάσελο εδώ ταιριαστό αντρόγυνο εφιλιώταν με πόθο και στο άλλο εκεί, γέροντας ξαπλωμένος στο ηλιοπύρι ερρουφούσεν ευτυχισμένος μακρύ τσιμπούκι και παρέκει δουλεύτρα λυγερή εμασούριζε στην ανέμη της· στο 'δώθε βουνό ανέβαινε γάμου συμπεθεριό λαμπροντυμένο με τα στεφάνια και τα φλάμπουρα· και στο 'κείθε ερροβόλα νεκροπομπή με τους σταυρούς και τα ξεφτέρια της.

Κι' έσταζε τότε εκεί κρασί θωρώντας τα ουράνια και δέουνταν, και του Διός δεν ξέφυγε το μάτι «Ω Δία Δωδωνάρχοντα, Πελασγικέ, π' ορίζεις μακριά τη μυριοχιόνιστη Δωδώνη, και χωριά 'χουν γύρω οι Σελλοί, οι λερόποδοι χαμόστρωτοί σου μάντες, 235 κι' άλλοτες πριν μου ξάκουσες την προσεφκή μου εμένα, και για το δίκιο μου έστρεξες των Αχαιών τ' ασκέρι και παίδεψες σπαραχτικά· και τώρα πάλι, ω Δία, περικαλώ σε, ακόμα αφτό τον πόθο ξάκουσέ μου.

Μέσα στα άγριο πέλαγο μια εξεχώριζα ταρναριστή φωνή, τη φωνή του διαλαλητή· ένα εγνώριζα αίσθημα τον θαυμασμό των γερόντων μας· έναν πόθο την ευχή των · — Να λεβεντονιός για να γίνη άντρας μας! Με το χάραμα είδα κατάπλωρα συγνεφοσκεπασμένο το νησί μας. Τρία μίλια ηθέλαμε ακόμη. Μα τρία μίλια γερά. Τα μπράτσα ελύθηκαν όλη νύχτα επάνω στο κουπί, τα πρόσωπα εσούρωσαν τα μάτια εθόλωσαν.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν