Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Οι Τούρκοι δεν ενόησαν διόλου την αναχώρησιν των Ελλήνων, την έμαθον δε από ένα των εντοπίων χωρικών, όστις αυτομόλησεν εις τους εχθρούς· δεν ετόλμησαν όμως να καταδιώξωσιν εξ οπίσω τους Έλληνας την νύκτα, αλλά μόνον το πρωί περί τα ξημερώματα εφάνη μέρος του ιππικού των περί τα Χώστια.
Εις το χωριό κατέβη νύκτα και το πρωί μεταβάς εις την εκκλησίαν, ελούφαξεν εις μίαν γωνίαν, ως λαγός, όστις αισθάνεται τον γύπα περιιπτάμενον, αφού δ' εκοινώνησεν, ανεχώρησεν αμέσως εις τα όρη. Βαθμηδόν όμως ανεθάρρησε και κατέβαινε δύο και τρεις φορές το έτος, διά να πηγαίνη εις την εκκλησίαν.
ΜΗΤΗΡ. Ετρελλάθηκες, παιδί μου Φίλιννα, ή τι έπαθες εις την χθεσινήν διασκέδασιν; Ο Δίφιλος ήρθε και μ' ευρήκε πρωί πρωί και με δάκρυα μου διηγήθη όσα του έκαμες.
Δεύτερον νεύμα, έτι ασθενέστερον έκαμεν η νέα. Ήτον Κυριακή πρωί, ώρα δεκάτη, απολείτουργα. Η πομπή διηυθύνθη εις τον ναόν, όπου ετελέσθη ο γάμος. Ο γάμος έγεινεν επίσημος.
Ο Κακαμπός ρώτησε ταπεινά ποια ήτανε η θρησκεία του Ελδοράδο. Ο γέρος κοκκίνησε άλλη μια φορά. — Μήπως μπορεί να υπάρχουν δυο θρησκείες; είπε. Έχουμε νομίζω, τη θρησκεία όλων των ανθρώπων· λατρεύουμε το Θεό απ' το βράδυ ως το πρωί. — Λατρεύετε ένα Θεό; ρώτησε ο Κακαμπός, χρησιμεύοντας πάντα ως διερμηνέας των αποριών του Αγαθούλη.
Αλλ' ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης δεν ήξευρε μόνον να ψήνη εις την σούβλαν και να λιανίζη το σφαχτό· ήξευρε να διηγήται και χρονικά τινα εκ του βίου των ποιμένων και των αιπόλων κατά το πρωί, όπου εγγύς είχεν ανατραφεί και αυτός.
Η εκκλησιά εδιάβαζε, Κυριακήν πρωί, κ' ημείς οι δύο, ο Νικολός του Αγιώτη κ' εγώ, επήραμεν, εκείνος το ζεμπίλι στον ώμον — είχε βάλει μέσα, εκτός από τα μικρά οψώνια διά το εξοχικόν γεύμα μας, και το σίδηρον της σκαπάνης — εγώ δε εκράτουν επιδέξια, τάχα ως ραβδίον οδοιπορίας, το ξύλον ή το στηλιάρι της τσάπας αυτής, κ' εκινήσαμεν εις μελετημένην εκδρομήν.
Κάθε χρόνο την είχαμε την καλοπέραση τούτη.... Σηκωθήκαμε πρωί πρωί, τοιμαστήκαμε, μανταλώσαμε τα παράθυρα, κλειδώσαμε τις πόρτες, και τραβήξαμε κατά τον κάμπο, με το γαδουράκι του γέρου φορτωμένο δισάκκια, ζεμπίλια, και στρωσίδια. Ήρθαμε και τα βρήκαμε όλα σε τάξη.
Δε μπορούσε να βρεθή καλύτερη θέση γι' αυτόν. Τεμπελιά και κουβέντα. Ένα πρωί πάλι τον βλέπω άξαφνα. — Αι, πώς τα πάμε; — Έφυγα. «Ου δύνασαι δυσί κυρίοις δουλεύειν». Με δυο καιρούς δεν μπορείς ν' αρμενίσης! Το περίμενα. Δεν μπορούσα όμως ούτε να θυμώσω μαζί του.
Εσυλλογούμουν και την πρώτη μου κόρη που εμεγάλωνε και έπρεπε να της ετοιμάσω προίκα. Ενώ είχα αυτήν την συλλογή, έτυχε να γείνουν εκλογές και να έλθη να ζητήση τους ψήφους μας ένας Αθηναίος συνταγματάρχης, που είχε κάμη πολλά χρόνια εις τη Σύρα νομομηχανικός. Ευγήκε σε περιοδεία εις τα χωριά, και ένα πρωί εξεφύτρωσε με δυο φίλους του εις το περιβόλι μου. Θυμάσαι που τότε ήμουνα λεβέντης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν