Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Η κουκούλα της ολισθήσασα είχε φέρει εις αταξίαν την κόμην της· είχε το στόμα ημιάνοικτον, τα βλέμματα προς τον Απόστολον, όλον το πρόσωπόν της ήτο προσηλωμένον εις αυτόν εν εκστάσει.

Ο καϋμένος ο Σάπερλι ήτο ακριβώς εις του θείου, όταν έφθασεν ο Ρούντυ. Ο θείος ήτο ακόμη δεινός κυνηγός και ήτο και βαρελοποιός· η σύζυγός του ήτο μικρόν ζωηρόν πλάσμα με πρόσωπον πουλιού, 'μάτια 'σάν του αετού και μακρόν λαιμόν σκεπασμένον έως επάνω κι' επάνω με χνούδι.

Όλοι οι εχθροί αλαλάζοντες και τουφεκίζοντες επιπίπτουν εις το χωρίον από τρία διάφορα μέρη· από μεν τα δεξιά οι Αλβανοί, έχοντες επί κεφαλής τον Καρεμφίλμπεην, αδελφόν του εις Αράχωβαν φονευθέντος Μουσταφάμπεη, από δε τα αριστερά οι Γκέκηδες υπό τον Οσμάν πασάν, κατά πρόσωπον δε αυτός ο Ομέρ πασάς με τους Χαλντούπηδες.

Οι οφθαλμοί του έλαμπον πάντοτε εκ της αυτής ασβέστου ζωηρότατος και υπό τα άνθη εφαίνετο αυτό το πρόσωπον το αυστηρόν και αδυσώπητον. Δύο αιθίοπες επλησίασαν τον Κρίσπον διά να τον εξαπλώσουν επί του σταυρού. Αδελφοί, δέεσθε υπέρ εμού! ανέκραξεν εκείνος. Το πρόσωπόν του δεν ήτο πλέον αμάλακτον· τα χαρακτηριστικά του τα ψυχρά εξέφραξον τώρα γαλήνην και πραότητα.

Ο Χίλων απεκρίθη: — Δεν δύναμαι, αυθέντα! Η μανία εκόχλαζεν εις την ψυχήν του Τιγγελίνου, αλλ' ούτος συνεκρατήθη ακόμη. — Είδες πώς αποθνήσκουν οι χριστιανοί; θέλεις να αποθάνης και συ όπως και εκείνοι; Ο γέρων ύψωσε προς στιγμήν το ωχρόν πρόσωπόν του· προς στιγμήν τα χείλη του εκινήθησαν εν σιωπή, έπειτα δε είπε: — Και εγώ πιστεύω εις τον Χριστόν! . . . Ο Τιγγελίνος τον παρετήρησεν εμβρόντητος.

Τότε πρώτον το πρόσωπον τούτο, εις το οποίον οι Άγγελοι θεωρούσιν ως τα βρέφη εις την λαμπράν του ηλίου ακτίνα, επλήγη υπό αθλίου δούλου. Την ύβριν υπέφερεν ο Χριστός μετ' ευγενούς πραότητος.

Την τελευταίαν φοράν οπού εγεύθην την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187. . . Ήμην ωραίος έφηβος, κ' έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπόν μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις, κ' εγύμναζα το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημά μου ανά τους βράχους και τα βουνά.

Μόνη. Η Βεάτη εσκέφθη επί μικρόν. — Ποία είσαι; την ηρώτησε το αόριστον πρόσωπον. — Είμαι καλογραία. Ησθάνθην συμπάθειαν, όταν έμαθα διά σε. Αν ειμπορούσα να σε σώσω... — Αλλοίμονον, είπεν η φωνή. — Μην απελπίζεσαι. Έχε θάρρος. — Θάρρος... — Και σ' έχουν κλεισμένην απ' έξω; — Ναι. — Είνε οι στροφείς στερεοί; Δοκίμασε την θύραν. — Είνε πολύ βαρεία.

Κάνοντας υστερώτερον να σηκώσουν τα ντουλάπια από έμπροσθέν μου, επρόσταξα την γυναίκα του πραγματευτού να ξεσκεπάση το πρόσωπόν της λέγοντάς της· κάμε να ιδούμεν αυτές τες νοστιμάδες τες κινδυνώδεις, που επαρακίνησαν εκείνα τα τρία υποκείμενα διά να σε αγαπήσουν.

Ροδοκόκκινη υπό την πλατείαν μπολίδα, ήτις της επροφύλαττε το πρόσωπον από τον ήλιον, εθέριζε μια σπορά εις διάστημα κατά το οποίον οι άλλοι δεν εθέριζον τέταρτον σποράς. Και εις τας επιπονωτάτας δε εργασίας διετέρει την φυσικήν της ευθυμίαν και τον γέλωτά της, όστις ενθύμιζεν εις τον Σαϊτονικολήν ένα τραγούδι της νεότητός του: Οντέ μιλής πέφτουν ανθοί κιοντέ γελάσης ρόδα.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν