Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Από τα μάτια μου σταλάζει δάκρυ και η ψυχή μου πόνον έχει πάρη απ' τους ανθρώπους και απ' τους αθανάτους, που αχάριστους θα τους αποδείξω, προδότες της συζυγικής αγάπης.

Καλά που πρόφτασα κ' ήρθα . . . πώς δεν το πήρε μυρουδιά εκείνο το σκυλί, ο Μανώλης ο Πολύχρονος, να έρθη να μου τον πάρη!

Διά τούτο η Σοφούλα, φαιδρότερου χαρακτήρας παρά η Δεσποινιώ, είπεν ευθύμως πως: — Κρίματο κολοβολάκι σ', κορίτσι μ'. Η κακομοίρα δεν ξέρει να πάρη τα ποδαράκια της. — Την χαλνάει ο καπετάν Μαθιός, παρετήρησεν η Δεσποινιώ, σεμνότερα πάντοτε. — Κείνος που ξέρ', κορίτσι μ', δεν χαλνιέται. Πώς έμαθον αυταί αι νεάνιδες να επικρίνωσι τον χορόν, αφού ποτέ των δεν εχόρευσαν!

Η Κυρά Λοξή ησθάνθη το αίμα αναβαίνον εις την κεφαλήν της, αλλ' εκρατήθη και, χωρίς να στραφή προς την μαγείρισσαν, απηύθυνε μειλιχίως τον λόγον προς τον ιατρόν: — Δεν θα κάμης αυτό το άδικον, ιατρέ μου, εις ανθρώπους που έκαμαν τόσον ταξείδι μόνον και μόνον να σε ιδούν. Δεν θα σου πάρη πολλήν ώραν. Να, μόνον να τον ιδής θα καταλάβης τι έχει. Σε παρακαλώ, ιατρέ μου! Ο ιατρός εφαίνετο μαλαχθείς.

Και ο επόπτης της σταφίδος θαρρεί ο Σπύρος ότι κάθεται; δεν πιστεύω να κάθεται και αυτός. Κάτι θα κάμνη, κάτι θα σημειώνη· και σταφίδα να πάρη κανένα τσουβάλι, θα κουνηθή, θα δουλέψη. Εγνώριζα ότι ο αδελφός σου δεν είνε για τίποτε, ούτε για την σταφίδα, αλλά έλεγα ότι σε ένα δύο χρόνια θα προφθάση να κερδίση κάτι τι στη Βάθεια να πιάση μαγιά.

Τα γλυκά της τα μάτια φεγγοβολούσανε σιμά μου σα μ' έτρωγαν τα βάσανα του Σκολειού, μεγαλήτερα βάσανα τώρα. Πήγαινα να ποτίσω το περιβόλι το βράδυ, και σα Νεράιδα την έβλεπα κ' έτρεχε ανάμεσα στα λουλούδια. Να παίξω πήγαινα με παιδιά, και παραφύλαγε να με τραβήξη, να με πάρη μαζί της. Κοιμούμουν, και στον ύπνο μου ήρχουνταν. Ξυπνούσα, και πάλι σιμά μου την ένοιωθα.

Δεν μπορούσανε, λέει, να τις σηκώνουνε! Με τέτοια συστήματα φυσικό πράμα να πάρη απάνω του ο Γότθος, κι αυτό έγινε κάμποσον καιρό. Η Γοτθική λοιπόν η πολιτική του Θεοδοσίου είταν, καθώς είπαμε, τέλεια, γνωστικιά, κι ανάλογη μ' ό,τι θάκαμνε κ' ένας σημερνός μεγάλος πολιτικός. Τέτοιο είταν και το πνέμα της εκκλησιαστικής του πολιτικής· γνωστικό και λογαριασμένο.

Την φωνή τότ' εσήκωσεν ο Αντίνοος και του 'πε• 405 «Τηλέμαχε, υψηλόλογε, ακράτητε, τι είπες! αν τόσο πάρη ο ξένος μας απ' όλους τους μνηστήραις, φεγγάρια τρί' από μακράν το σπίτι θα κυττάζη».

Στην ψυχή μου λιγά ένα πεύκο Αττικό. Ξέρω που το ρόδινο χαίρε του ήλιου στον Υμηττό αργεί να σβύση το βράδυ. Σαν την καμπύλη των γύρω βουνών είν' η γνώσι μου ήσυχη. Τι έχω να φοβηθώ ; Ο θάνατος αν έρθη αγριωπός να πάρη ένα παληό Αθηναίο, κινδυνεύει να τον δεχτώ καθώς τη γλυκειά βροχή και τον αλαφρόν αγέρα που ρίχνει τα φύλλα.

Ίσως καλά δεν είναι, Όταν κανένας ασθενής παραμελεί τα χρέη που όταν είναι υγιής να λησμονή δεν πρέπει· και όλοι μας αλλάζομεν, όταν βιάζη η φύσις και την ψυχήν μας να πονή μαζί με το κορμί μας. Πρέπει κ' εγώ υπομονήν να έχω, και λυπούμαι, πώς να με πάρη ο θυμός, και πώς να λογαριάσω την φυσικήν παραξενιάν ενός αρρωστημένου, ωσάν να ήτον υγιής...

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν