United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κου κου, εφωναξαν και αι δύο εμπρός εις τον περιστερεώνα. Το ηκούσατε περιστέρια; το ηκούσατε ; Κου, κου! μία όρνιθα εμάδησεν όλα τα πτερά της διά χάριν του πετεινού, θα ψοφήση από το κρύον, αν δεν εψόφησεν έως τώρα. — Κου, κου! Πού; πού; ηρώτησαν τα περιστέρια. — Εις τον πλαγινόν ορνιθώνα. Την είδα σχεδόν. Είναι εντροπή και να το διηγήται κανείς, αλλά είναι αληθέστατον!

Ο Άνθρωπος εκείνος, Διδάσκαλε, εάν κατέπινε και πραγματικόν δηλητήριον, θα το εχώνευε χωρίς ουδεμίαν ενόχλησιν. Αρκεί να το είχε κλέψη. Και αρκεί να μη του έλεγε κανείς: — Άτιμε! το έκλεψες! Τετέλεσται! Ήτο καιρός να συρθώ και πάλιν προς τον ορνιθώνα, και πάλιν να θρηνήσω την πλάνην μου.

Αν δεν έπλεε καμμία βρατσέρα ή καμμία γολετίτσα την νύκτα εκείνην εις το πέλαγος, ολίγον ανοικτά από την ακτήν, η οποία θα έτυχε να έχη ορνιθώνα εις το κατάστρωμά της, το λάλημα πιθανόν να ήρχετο από το Καλύβι μιας ποιμενίδος, της Κοκκινίτσας λεγομένης, το οποίον δεν απείχε πολύ, ευρισκόμενον επάνω εις την ράχιν του βουνού, και αντικρύζον με το Έρημον Χωρίον.

Αι όρνιθες εκακάνισαν, οι πετεινοί έκραξαν: Ας το μάθη ο κόσμος όλος, ο κόσμος όλος! Και η ιστορία εταξείδευσεν από ορνιθώνα εις ορνιθώνα, και τέλος πάντων έφθασε και εκεί από όπου είχε πρωτοαρχίσει.

Ιδέ το τι ωραία κινεί τα ποδάρια του, και πώς κρατεί υψηλά την κεφαλήν του. Είναι ιδικόν μου παιδί και αυτός· και μα την αλήθειαν, δεν είναι άσχημον το καϋμένο! Κουά, κουά, έλα μαζή μου να σου δείξω τον κόσμον, και να σε παρουσιάσω εις τον ορνιθώνα. Έλα κοντά μου διά να μη σε πατήση κανείς, και πρόσεχε την γάταν. Και υπήγεν η πάπια εις τον ορνιθώνα με όλην την συνοδείαν της.

Έμβαζε αυτή μες το βιο της, μες τα καλά της ξένην γυναίκα; Της ήρχετο να επαναλάβη προς τας γειτονίσσας την ιδίαν κραυγήν, δι' ης απεδίωκε το πάλαι παρείσακτον όρνιθα από τον ορνιθώνα της: ξου, ξένη! Ως τόσον επεθύμει να ήρχετο ο υιός της διά να τον νυμφεύση, να του δώση και την ευχήν της. Σαράντα χρόνων άνθρωπος, κι' ο κόσμος είνε πέλαγος, σαν εκείνο που αρμένιζε τώρα.

Εις τον ορνιθώνα ή μάλλον την αυλήν του αγροτικού εν Χίω πύργου, όπου έμενα το θέρος πριν το κρημνίση ο σεισμός, συνέζη χαριτωμένον και αγαπημένον ανδρόγυνον, αποτελούμενον εκ πετειναρίου και ορνιθούλας, του είδους το οποίον ονομάζουν λειόπτερον οι ορνιθολόγαι και αγνοώ πώς οι ορνιθοτρόφοι.

Η ώρα παρήρχετο. Είχον λαλήσει ήδη δύο φοράς τα ορνίθια. Η Πούλια είχεν υπερβή προ πολλού το μεσουράνημα. Από την αντικρυνήν κορυφήν της ράχης, όπου ήσαν άλλα καλύβια κατοικούμενα από τας οικογενείας βοσκών ηκούσθησαν μεμακρυσμένα λαλήματα. Εις ταύτα απήντησεν ευθύς το λάλημα των πετεινόν από τον ορνιθώνα του καλυβιού του Λυρίγκου. Η λεχώνα εξύπνησε.

Ενώ εζούσε το ελησμόνησαν, και τώρα το έκλαιαν και το εστόλιζαν. Το δε χώμα με το χόρτον και με το χαμόμηλον το έρριψαν εις τον δρόμον. Κανείς δεν εσυλλογίσθη το ταπεινόν άνθος, το οποίον είχε τόσον λυπηθή την κίχλαν και ήθελε τόσον να την παρηγορήση. Φρικτόν πράγμα! είπε μία όρνιθα. Δεν ημπορώ να ησυχάσω. Πρέπει να εξυπνήσω τας άλλας όρνιθας. Καλέ, ηκούσατε τι έγεινεν εις ένα ορνιθώνα;

Το πιστεύω, το πιστεύω, εφώναζαν όλα τα περιστέρια. Και από τον περιστερεώνα ήρχισαν να φωνάζουν, διά ν' ακούσουν αι όρνιθες εις τον περεκεί ορνιθώνα: — Ακούσατε! μία, ή μάλιστα δύο όρνιθες εμάδησαν τα πτερά των διά να είναι διαφορετικαί από τας άλλας και διά να τας προτιμήση ο πετεινός. Αλλά την έπαθαν άσχημα, διότι εκρυολόγησαν και εθερμάνθησαν και εψόφησαν και αι δύο!