Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Όρθιος τότε εκεί πετάχτη ο Αχιλέας σαν ξαφνισμένος, κι' έτρεξε κι' απ' το δεξύ το χέρι μας πήρε μέσα στην αβλή, να κάτσουμε μας είπε, μας φίλεψε όλα τα καλά που συνηθούν με ξένους. Κι' αφού χαρήκαμε καλά το φαγοπότι, πιάνω 780 το λόγο εγώ, και νάρθετε σας έλεγα μαζί μας. Εσείς πολύ το θέλατε, κι' αμέσως τότε εκείνοι, κι' οι διο οι γερόντοι, αρχίνησαν πολλά να δασκαλέβουν.
Δε φυλλουριάζουν τα βουνά, δεν πρασινίζει ο κάμπος, Και δε δροσίζει το νερό, και το ψωμί πικραίνει! . . . 'Στά ξένα ποιος θα σε χαρή, και ποιος θα σου γελάση; Πούν' της μανούλας τα φιλιά, τα χάιδια του πατέρα; Πούνε τα γέλοια τ' αδερφού, κ' η συντροφιά του φίλου; Πούν' της αγάπης η ματιαίς και τα γλυκά τα λόγια; Αν αρρωστήσης, ποιος θαρθή 'ςτήν ξενητειά σιμά σου Να σε 'ρωτά τον πόνο σου τα γιατρικά να δίνη 'Στο έρμο σου προσκέφαλο να ξενυχτάη μαζί σου; Κι' αν έρθη μέρ' αγλύκαντι 'ςτά ξένα να πεθάνης, Ποιος θα βρεθή 'ςτό πλάι σου τα μάτια να σου κλείση; Ποιος θα σου λούση το κορμί, ποιος θα σε σαβανώση; Στο Λείψανό σου ποιος θαρθή λουλούδια να σε ράνη; Και ποιος με πόνο θα ριχτή 'ςτό νεκροκρέββατό σου Για να σε κλάψη; Ποιος θα ειπή για εσσένα μοιρολόγι; Αχ! πώς τους θάφτουν νάξερες και πώς τους παν τους ξένους!
Μόνον αυτόν φοβούμαι, μόνον αυτόν! — Ο δαίμων του εμένα μ' αμαυρόνει καθώς και τον Αντώνιον του Καίσαρος ο δαίμων ! οπόταν μ' εχαιρέτισαν αι τρεις ως βασιλέα εθύμωσε, κ' εζήτησε κι' αυτόν να του λαλήσουν· κ' εκείναι τον 'προφήτευσαν πατέρα βασιλέων, Διάδημα μου έβαλαν 'ς την κεφαλήν μου στείρον, — άκαρπον σκήπτρον να κρατώ μου έδωκαν 'ς το χέρι, διά να μου αφαιρεθή κατόπιν από ξένους, χωρίς να έχω τέκνον μου εγώ διάδοχόν μου!
Όλην δε την καύσιμον ύλην ας αγοράζη ο ξένος όταν θέλη καθ' ημέραν εις μεγάλα μεν ποσά από τους αντιπροσώπους των προαστίων, αυτός δε ας πωλή εις τους ξένους, όσον θέλει και όταν θέλη.
Όθεν και τους αγρούς και τους κήπους του είχεν ανοικτούς εις τε τους συμπολίτας του και τους ξένους, όπως οι πτωχοί ελευθέρως λαμβάνωσιν εκ των καρπών και οπωρικών του· και καθ' ημέραν εις τον οίκον του είχε δείπνον λιτόν μεν, αλλ' άφθονον, όστις δε των πτωχών συνδημοτών του ήθελεν, ελευθέρως εισήρχετο και ανεξόδως εδείπνει.
Η Κόρινθο, εμπορική πόλη, είταν τότες γεμάτη ξένους, και μάλιστα Ιουδαίους. Πήγαινε λοιπόν κατά τη συνήθεια του τα Σάββατα κι αντάμωνε τους πατριώτες του στα Συναγώγια και τους δίδασκε την καινούρια πίστη. Δεν τονέ δέχτηκαν όμως μηδ' αυτοί φιλικώτερα από τους Εβραίους της Μακεδονίας. Τότες ο Παύλος άρχισε και δίδασκε τους δικούς μας.
Εκεί αυτοί επούλησαν τα άλογά τους, και έζησαν με πολλήν ανάπαυσιν, έως που είχαν δηνάρια· και σώνοντάς τα εσηκώθησαν από εκεί, και υπήγαν παρεμπρός εις τες τέντες των προεστών· εκεί εμπήκαν εις μίαν τένταν που ήταν επιταυτού διά τους πτωχούς ξένους, και εκεί έμειναν χωρίς καμμίαν βοήθειαν. Ο Καλάφ απεφάσισε και επήγαινε διά να ζητήση ελεημοσύνην.
Ο νεαρός γαμβρός ηγάπα, φαίνεται, την επίδειξιν, και ήθελε να καλέση πλείστους και δικούς και ξένους εις τους γάμους του. Εν τοσούτω η απαίτησις των χιλίων δραχμών δεν είχε διευθετηθή. Ο Θανάσης είπε να δώση ο Στάθης τας χιλίας δραχμάς εκ των χρημάτων όσα είχεν εις τας χείρας του, ως έχων την διαχείρισιν των εξόδων. Ο Στάθης εμόρφασεν, έγρυξε, και είπε: «Καλά!» Αλλά δεν έδωκε τα χρήματα.
Ημπορώ δε να σου αναφέρω και όσους θέλεις άλλους, οι οποίοι, εν ώ οι ίδιοι ήσαν ικανοί, δεν κατώρθωσαν να κάμουν ποτέ έως τώρα κανένα ικανόν ούτε από τους συγγενείς των ούτε από τους ξένους.
Και δεν υπήρξε σχεδόν φάσις μία του κοινωνικού ημών βίου, καθ' ην, λησμονούντες όλως τι ηδυνάμεθα και ωφείλομεν να πράξωμεν εξ ιδίων, να μη εμιμήθημεν τους ξένους. Και δεν υπήρξε σχεδόν στιγμή, καθ' ην να μη ωνειρεύθημεν βοός μεγαλεία, μικρά ημείς βατραχίδια, και να μη ηγωνίσθημεν, πάσας ημών εντείνοντες τας δυνάμεις, να ογκωθώμεν εις μέγεθος και περιωπήν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν