Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Ήτο την πρωίαν του Αγίου Νικολάου, και οι δύο φίλοι, ως είπομεν, ήσαν μαλλωμένοι. Ο Πέτρος είξευρεν ότι, αφού τα είχε χαλασμένα με τον Αποστόλην, ούτος θα έκαμνε τας επισκέψεις μόνος του, αυτός δε, ξυπόλητος όπως ήτον και απεριποίητος, «αζήλευτος», δυσκόλως θα ετόλμα να εισέλθη εις τας οικίας, και δεν θ' απήλαυε πολλά κεράσματα, ούτε θα έπινεν αρκετά ποτά χωρίς να πληρώση.
Ο Οιδίπους ερωτά λεπτομερείας περί του χρόνου και του τόπου εις τον οποίον εφονεύθη ο Λάιος. Μανθάνει τον αριθμόν των ακολούθων του Λαΐου, μανθάνει ότι ήτον επάνω εις άρμα, ότι ταύτα κατέστησε γνωστά εις τους Θηβαίους ένας εκ των ακολούθων του, ο μόνος σωθείς, και ότι ούτος , όταν έγεινεν ο Οιδίπους βασιλεύς, ικέτευσε την Ιοκάστην να τον στείλη εις τους αγρούς δια να βόσκη ποίμνια.
Μα τέλος πια σαν έφτασαν εκεί που καρτερούσαν 780 οι πιο πολλοί και δυνατοί, τριγύρο πυκνωμένοι στον άξιο του Τυδέα γιο, παρόμιοι σα λιοντάρια, ή σαν κάπρια άγρια π' αχαμνή δεν είναι η δύναμη τους, στάθηκε εκεί και χούγιαξε η κρουσταλλόκορφη Ήρα, μιασμένη σαν το Στέντορα πούχε φωνή χαλκένια 785 και τόσο μόνος φώναζε σαν άλλους ως πενήντα «Ντροπής, Αργίτες! Άνατροι, φανταχτεροί στα κάλλη!
Σκόνταφτε στις ηφαιστειακές πέτρες, σκόρπιες εδώ κι εκεί, και του φαινόταν πως ο σεισμός που ανέφερε η παράδοση έγινε εκείνο το πρωί. Γυρόφερνε ανάμεσα στα χαλάσματα και είχε την εντύπωση ότι χρέος του ήταν να σκάψει, να βγάλει τα πτώματα κάτω από τα ερείπια, τους θησαυρούς του υπεδάφους, αλλά να μην μπορεί, έτσι μόνος που ήταν, τόσο αδύναμος, τόσο αβέβαιος από το πού ν’ αρχίσει.
Ναι μεν, εδιώχθημεν και ημείς, εκινδυνεύσαμεν, απωλέσαμεν τα πάντα, αλλ' ευρισκόμεθα τουλάχιστον όλοι ομού σώοι, επί ελευθέρων χωμάτων, και μόνος της δυστυχούς Ανδριάνας ο θάνατος διέσπασε τον οικογενειακόν κύκλον μας.
Και τώρα καθόμουνα μόνος εδώ και κάθε μου νεύρο έτρεμε σ' ένα ψυχικό συγκλόνισμα, τόσο σύνθετο και τόσο φοβερό, που μόλις μπορώ να το περιγράψω. Μολαταύτα έλπιζα πως θα ζήση το παιδί μου, το πίστευα μάλιστα. Ταυτόχρονα όμως είχα το συναίστημα πως έπρεπε να γράψω τώρα, τώρα ή ποτέ, Ήξερα σχεδόν κάθε λέξη, που έπρεπε να γραφή στα φύλλα, που είχα μπρος μου λευκά κι άγραφα.
Και έπειτα όλοι: — Ναι! Τιμώρησον αυτόν! Πάντες απεμακρύνοντο από τον Πετρώνιον. Και αυτός ο Τούλιος Σενεκίων, ο παλαιός σύντροφός του εις την αυλήν, και ο νεαρός Νέρβας, όστις, έως τότε, είχε δείξει προς αυτόν ζωηροτάτην φιλίαν, απεμακρύνθησαν. Ο «βασιλεύς της κομψότητος» είχε μείνει μόνος εις το αριστερόν του ατρίου.
Διά τα πρόβατα είχον τους βοσκούς των· διά την επίβλεψιν όμως και την καλλιέργειαν των κτημάτων δεν ήρκει μόνος ο γέρος· θα πης ότι δεν ήτο γέρος ακόμη, αλλά δεν ήτο και νέος και τα γεράματα επλησίαζαν. Έπειτα ο Μανώλης έπρεπε να φροντίση και για δικό του σπίτι. Ήτο άνδρας πια. Και τι άνδρας!
Ο φύλαξ του κοιμητηρίου, γέρων γνωστός εις τον ιατρόν και ευεργετηθείς υπ' αυτού, πρώτην φοράν έβλεπε λύπην τόσον τρυφερά εκδηλουμένην, ό,τι δε του έκαμνε μεγάλη εντύπωσιν ήτο, ότι ο ιατρός επεσκέπτετο το μνημείον μόνος . . . Η σύζυγος του δις ή τρις το επεσκέφθη εις τας αρχάς. Εκείνος εθλίβετο, χωρίς όμως να κατηγορή την σύζυγον — Είνε του χαρακτήρος της έλεγε.
Η κυρά-Κονόμισσα, η αγαθή πρεσβυτέρα του, μία φιλάσθενος και ολοκίτρινη γυναίκα, αποθνήσκουσα, την άφησε την Κουκκίτσαν της, επάνω εις το πετραχείλι του παπά της, βρέφος εις τα σπάργανα, και την εμεγάλωσε μόνος του ο παπά Κονόμος οπού ήταν τώρα δεκαεπτά ετών δροσεροτάτη παρθένος, σαν μια ελήτσα φουντωτή. Και την είχε μη στάξη και μη βρέξη ο γηραιός εφημέριος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν