Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


― Η Μαρία Μύρτου, με όλο το μέρος που παίζει μιας γυναίκας δυνατής, δέρνεται από αδυναμίες, πρώτη αδυναμία της: ερωτεύεται τον Κώστα Μεμιδώφ, ένα ανάξιο. Δεύτερη αδυναμία της.

Τα χέρια σου είναι ζεστά ακόμη από τα αγκαλιάσματα της άλλης, τα χείλη σου καίουν από τα φιλήματά της. Μη με πλησιάζης... Μου κάνεις φρίκην! Φύγε! Κ ώ σ τ α ς· Μαρία μου; με παρέσυρε. Άκουσε. Μ α ρ ί α. Κ ώ σ τ α ς. Δεν με αγάπησες λοιπόν ποτέ; Μαρία. Μ α ρ ί α.

Μα δεν είναι αλήθεια, μανούλα μου, πως τώρα που είδες την Μαρία ησύχασες. Αί! πε μου, πως δεν είσαι πειά απελπισμένη. Πως θα παύσης πειά να μου λες όσα μούλεγες τρεις ημέρες τώρα, που άρχισα και γω να πιστεύω πώς είμαι κατεστραμμένος. Πως έκαμα μια μεγάλη ανοησία. Δεν είναι αλήθεια, πώς η Μαρία είναι θαυμασία και αλλοιώτικη από της άλλες γυναίκες; Με συγχωρείτε, άργησα λιγάκι. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ.

Ενταύθα λοιπόν, εν τω ναώ τω μεγαλοπρεπεί και απαστράπτοντι, καθήμενον εις τους πόδας των διδασκάλων, επί του πολυχρώμου ψηφιδωτού του καλύπτοντος το έδαφος, ο Ιωσήφ και η Μαρία εύρον το θείον Παιδίον.

Ο Πέτρος κ' η Μαρία ήτανε σαν ένα κορμί ασύγκριτα μοιρασμένο, σαν μια ζυγή ψυχούλα, σαν ένα χαμόγελο διπλό και σαν ένα δίδυμον όνειρο. Ο ήλιος χαιρότανε να τους βλέπη από ψηλά, το φεγγάρι αναγάλλιαζε απάνω στα ξανθά μαλλιά τους και τα περιβόλια μεθούσανε απ' τις μυρωδιές στο πέρασμά τους.

Κ' έλα τώρα, αδερφούλα μου γλυκειά, να σου δείξω την όμορφη βασίλισσα, τη χρυσομάλλα Βερενίκη, μέσα στο φως του έβδομου ουρανού.... Κ' η φωνή του σβύστηκε γλυκά, σαν στάλαγμα νερού με στου νερού τον ύπνο. Η Μαρία έγυρε απάνω του και τα μεγάλα καταγάλανα μάτια της γίνανε συννεφιασμένοι ουρανοί και χύσανε καταρράκτες δάκρυα να σβύσουνε τη φλόγα πούκαιγε τον αδερφό της.

Γράμμα; Τι; έχομεν και αλληλογραφίαν τώρα; — Είνε από την εδελφήν μου, καϋμένε, από την Σύρα, εψιθύρισεν η Μαρία, προσπαθούσα, αλλ' αργά πλέον, να διορθώση το κινδυνώδες ψεύδος, δι' ου είχεν αποπειραθή να κρύψη την επικινδυνωδεστέραν αλήθειαν. — Από την αδελφήν σου; Για να ιδώ!

Πολλαί τούτων ήσαν γυναίκες διακονήσασαι Αυτώ εν τη Γαλιλαία, και ελθούσαι εκείθεν εν τη μεγάλη συνοδία των Γαλιλαίων προσκυνητών. Επιφανέστεραι μεταξύ των καταπλήκτων και πενθουσών τούτων γυναικών ήσαν τέσσαρες· η Παρθένος Μαρία η Μήτηρ Του, Μαρία η Μαγδαληνή, Μαρία η του Κλωπά, μήτηρ του Ιακώβου και του Ιωσή, και Σαλώμη, η σύμβιος του Ζεβεδαίου.

Μ α ρ ί α. Εγώ! Έκαμα ό,τι θάκανε κάθε μάννα στη θέσι μου Κ ώ στ α ς. Όχι, Μαρία, για δε με μένα, τι μ' έκαμεν η μάννα, μου; Για δες την εντροπή μου και την ερημιά και την απελπισία μου... Η μάνα μου, η αρχόντισσα, όπως έλεγε, η ώμορφη της Πόλης, που μούδωκε την άχαρη ωμορφιά της... και τη ψυχή της ράτσας της της έκφυλης, και το μυαλό το χαλασμένο εις τα ψέματα! Η μάννα μου! Ας όψεται!

Γιατί όπως πολύ καλά λέει η μητέρα, επήρα το θαυμασμό μου στη Μαρία για έρωτα. Η υπερηφάνειά της, η αντίστασίς της, ναι, η αντίστασίς της μέκαμαν να πάρω τη μεγάλη αυτή απόφασι. Σκηνή β'. Α! Είσ' εδώ; Καλημέρα, παιδί μου! Δεν έχω τίποτα. Λοιπόν η Κιρκασία σου προχωρεί; Μ α ρ ί α. Ναι! Αν και μετανόησα σήμερα που πήγα. Είμαι όλη ταραγμένη! Ανήσυχη. Κ ώ σ τ α ς. Γιατί;

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν