Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Ομοίως εις πάσαν συνάντησίν της με τον Μανώλην κατεγίνετο συστηματικώς πλέον να τον πείση ότι δεν έπρεπε να επιμένη εις τας προσπαθείας του διά την θυγατέρα της. — Και να τηνε πάρης είντα να τήνε κάμης σα δε θέλει; Όλη σας τη ζωή θα περάσετε με γρίνιες και μαλώματα. Κ' εγώ ήλεα να τήνε πάρης και χίλιες φορές τση μίλησα και τήνε συργούλεψα.

Εσύ…» δίστασε για λίγο, έπειτα ανέβασε τη φωνή, «μίλησες γι’ αυτό με τον Τζατσίντο; Πες μου την αλήθεια.» «Όχι», είπε ψέματα με σταθερή φωνή: «σας ορκίζομαι, δεν μίλησα γι’ αυτό». «Πιστεύεις τότε πως του το είπε ο ντον Πρέντου;» «Έτσι πιστεύω, ντόνα Νοέμι μου.» «Κάτι ακόμη. Πες μου, γιατί έφυγες;» «Δεν ξέρω. Αυτό σκεφτόμουν την ώρα που μ’ έπαιρνε ο ύπνος.

Αυτός ο πειρατής μας έφερε στο ακρωτήριο Ματαπάν, στη Μήλο, στην Ικαρία, στη Σάμο, στην Πέτρα, στα Δαρδανέλλια, στο Μαρμαρά, στο Σκούταρι. Η Κυνεγόνδη κ' η γριά υπηρετούνε σ' αυτόν τον πρίγκιπα, για τον οποίον σας μίλησα, κ' εγώ είμαι σκλάβος του ξεθρονισμένου σουλτάνου. — Τι τρομερά δυστυχήματα δεμένα τόνα με τάλλο σαν αλυσίδα! είπε ο Αγαθούλης.

Άκουσε, Μανώλη, είπε μετά το δείπνον ο Σαϊτονικολής προς τον υιόν του· απόψε 'μίλησα με το Θωμά στη στράτα, κεσυβάσθηκε να σου δώση το Πηγιό. Για πε μου θες και συ να σε παντρέψωμε; Ο Μανώλης όχι μόνον δεν απήντησεν, αλλά και έσκυψε την κεφαλήν τόσον, ώστε να μη φανή η χαρά, ήτις εξήστραψεν εις τα μάτια του. — Δε μιλείς; του είπεν εκ νέου ο Σαϊτονικολής. Ο Μανώλης έσκυψεν ακόμα περισσότερον.

Μη σε στενοχωρεί που μώδωκες την καβάλα σου; Μου ξανάειπε. Εγώ δε μπόρεσα να κρατήσω έν' αλαφρό αναστέναγμα που γεννήθηκε μέσα μου από κάθε άλλο αίσθημα παρά από τη στενοχώρια, πώβαζε αυτή με το νου της. Όμως για να μη την αφήκω να μένη στη βλαβερή ιδέα της, της μίλησα χαμογελώντας πάλι: — Τώρα σ' έκαμα να μου μιλάς, δεν έχω ανάγκη να ξαναξεφουρνίζω ζωηρά λόγια, δεν το κατάλαβες;

Δεν τώβλεπε τάχα; Άμα γίνεσαι βάρος σ' ένα σπίτι, δεν το καταλαβαίνεις; Τούδωκα να καταλάβη πως οι συχνοβίζιτες δε μ' αρέσουνε. Αυτός τίποτε. Πού τον έχανες, πού τον εύρισκες, στο σπίτι μου. Επί τέλους ανθρώποι είμαστε, θέλει να πη κανείς κ' ένα λόγο με τη γυναίκα του. Ο ξένος πάντα ξένος είνε. Μια μέρα τ' αποφάσισα και του μίλησα. «Άκου, Σταύρο, του είπα...» — Δε βαρειέσαι! τον έκοψε ο Μήτσος.

Κανένας απ' όλους μ' όσους μίλησα όταν αιστανόμουνα τον εαυτό μου τόσο έρημο και δυστυχισμένο και πίστευα πως θα συντριφτούν όλα μέσα μου. Εκεί που λέει αυτά ανατριχιάζει και βάζει τα χέρι της στο μέτωπο. — Τώρα πέρασαν αυτά, λέει. Κι όλα είναι τόσο ήσυχα και καθαρά. Μα τώρα πρέπει να μάθης και κάτι άλλο ακόμα.

Μη σε στενοχωρεί που μώδωκες την καβάλα σου; Μου ξανάειπε, Εγώ δε μπόρεσα να κρατήσω έν' αλαφρό αναστέναγμα που γεννήθηκε μέσα μου από κάθε άλλο αίσθημα παρά από τη στενοχώρια, πώβαζε αυτή με το νου της. Όμως για να μη την αφήκω να μένη στη βλαβερή ιδέα της, της μίλησα χαμογελώντας πάλι: — Τώρα σ' έκαμα να μου μιλάς, δεν έχω ανάγκη να ξαναξεφουρνίσω ζωηρά λόγια, δεν το κατάλαβες;

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν