Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Κι' ο πιο έρημος ακόμα, και στου βουνού την κορφή και στη μέση του πελάγου να τον βάλης, κάθε ψυχή, κάθε αγρίμι στου λόγγου τα βαθειά, και το καψαλισμένο δέντρο καταμεσής του κάμπου, βρίσκει τον σύντροφό του. Πολλές φορές έκανε με το νου του τη συλλογή τούτη ο Στρατής το Στοιχειό, όταν άκουγε αποπίσω του τα λόγια του κόσμου. Μα ο κόσμος είνε στραβός, έλεγε. Με ό,τι βλέπει μιλάει.

Δεν ξημέρωνε, όχι, γιορτή, για να καλέσω μ' αυτή τους γύρωθε χριστιανούς στην εκκλησιά, κι όσοι θα την άκουσαν κείνη την ώρα, ποιος ξέρει τι θα να βάλαν με το νου τους, — αλλά μου ερχότουν έτσι καλά να την γροικάω να σημαίνη, κ' οι ήχοι της κ' οι αντίλαλοί τους να σμίγουν με τους κελαηδισμούς των πουλιών, με το μουρμούρι του λόγγου και με τα ξεφωνητά των ορνιθιών, σ' έναν αρμονικό ύμνο της Χρυσαυγής που πρόβαινε στο βουνό γλυκοθώρητη και ντροπαλή, σα νυφούλα.

Όντας με βλέπης μη προγγάς, κρίνε μου όντας σου κρένω Και γέλα μ' όντας σου γελώ, κι' όντας απλώνω χέρι Γείρε μου εσύτην αγκαλιά, δος μου τα δυο σου αχείλη. Τ' άκουσα που το τραγουδούν απάνουτα λουμάκια Του λόγγου τ' άγρια πουλιά πώς αγαπά η καρδιά σου, Πως διάλεξε αγαπητικόν τον δράκοντα τον Ήλιο.

Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• «Τούτος ο σκύλος, αχ! του ανδρός, 'που απέθανε στα ξένα, τω όντι αν είχε το κορμί, και όσαις τότ' είχε χάραις, ότ' ο Οδυσσέας έφυγε ν' αγωνισθήτην Τροία, και την ανδρειά θα εθαύμαζες και την γοργότητά του. 315 θεριό δεν του 'φευγε ποτέ καιτα πυκνά του λόγγου βάθη, επειδή και ασύγκριτος ιχνών εφάνη γνώστης. τώρα τον έχ' η συμφορά, και ο κύριος του χάθητα ξένα πέρα, και άσπλαγχναις τον αμελούν η δούλαις. ότι, άμα ιδούν την δύναμι να λείπη των κυρίων, 320 οι δούλοι πλέον τακτικά να εργάζωνται δεν θέλουν. το ήμισυ της αρετής ο βροντητής Κρονίδης παίρνει του ανθρώπου, άμ' εύρη αυτόν η ημέρα της δουλείας».

Την πήρε από το χέρι ο νιος την ώμορφη την κόρη Και να, σε δαύτη τη σπηλιά, στο μονοπάτι δίπλα, Νυφούλα δίχως γάμου ευκές και βλογητό στεφάνι. Με τα φιλιά την έσυρε με χάιδια ο ψωμοπάτης. Χλόη δροσερή από τα βαρκά, μυρτιές από το ρέμα, Πεύκα του λόγγου ευωδερά, λουλουδιασμένες δάφνες Κι αρείκη του βουνού απαλή και νιόβγαλτο θυμάρι Έκοψε κ' έστρωσε ο βοσκός κ' έγειρ' εκεί την κόρη.

Κόρη, και μέσ' 'ςτόν ύπνο σας, μέσ' 'ς ταγκαλιάσματά σας Και μέσ' 'ς τα χάιδιατα φιλιά, θαρθώ να τον παλέψω, Κι' αν τον νικήσω, ξέρε το, δική μου θα να γένης. Τ' έεις, ωρέ Νίκα, και βογγάς; Δώδεκα νύχτες τώρα Ουδ' έχεις εύρει λαρωμό, ουδ' έχεις κλείσει μάτι. Μη σου βαρούν τα βότανα; Μη σ' άναψεν η θέρμη; Ο Νίκας ήταν άρρωστος. Αμίλητος, χαμένος, Βόγγαε σαν αγριοδάμαλο του λόγγου λαβωμένο.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν