Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Αίφνης ακούω όπισθεν μου φωνήν γλυκείαν ψιθυρίζουσαν το όνομά μου― Λουκή ! Πριν ή προφθάσω να σκεφθώ ότι αν στραφώ προδίδομαι και αν φανερωθώ κινδυνεύω, εστράφην. Εστράφην και είδα το κοράσιον ιστάμενον ολίγα βήματα μακράν μου. Τα άλλα παιδία είχον προχωρήσει. Άμα με είδε στρεφόμενον εγονάτισεν επί του εδάφους. Την εγνώρισα!

Εκάθησα υπό τα δένδρα με την κεφαλήν εντός των χειρών, προσπαθών να συλλέξω τας ιδέας μου. Η Δέσποινα εις χείρας Τούρκων, Τούρκων κατοικούντων τον Πύργον μας! Πώς με ανεγνώρισεν αμέσως, ως να μ' επερίμενε ! Η επίκλησίς της αντήχει εις τα ώτα μου•― «Γλύτωσέ με, ΛουκήΙδού ο μυστηριώδης μαγνήτης όστις με είλκυεν εις Χίον, ιδού προς τι με ωδήγησεν η Θεία Πρόνοια ! θα την σώσω!

Ενόησα ότι ήτο φοβισμένη, και μη γνωρίζων τι να είπω προς ενθάρρυνσίν της έσκυψα και εφίλησα την μικράν χείρα της. Έστρεψε τότε προς εμέ τους γαλανούς οφθαλμούς της και με ηρώτησε με φωνήν τρέμουσαν,― Λουκή, θα μας σκοτώσουν οι Τούρκοι; ― Όχι, Δέσποινά μου, θα φύγωμεν. Μη φοβήσαι. Δεν θα μας πειράξη κανείς! ― Θα σκοτώσουν τον πατέρα μου. Εγώ το ηξεύρω. θα τον σκοτώσουν !

Δεν έχει φόβον, και αν μας ακούσουν δεν βλάπτει, θα νομίσουν ότι σκάπτω διά πότισμα. Εξηκολούθησεν ο γέρων, ήρχισα δε κ' εγώ αντικρύ του με την αξίνην μου ν' ανοίγω τον λάκκον. Αλλ' ενώ οι βραχίονές μου ανέβαινον και κατέβαινον μία φωνή τρυφερά μου εφαίνετο αντηχούσα εις τα ώτα μου•― «Λουκή, γλύτωσέ μεΠας της αξίνης κτύπος μου έλεγε δι' εκείνης της φωνής: «Λουκή, Λουκή

Ήκουσα βραδύτερον την θύραν της αυλής ανοιγομένην και τον Ζενάκην αποχαιρετίζοντα τον Αγάν. Η θύρα εκλείσθη, αλλ εγώ δεν εκινήθην. Δεν είχα το θάρρος να εξετάσω τι απέγεινεν. Ήλθεν ο Ζενάκης και με ηύρεν εις τον κήπον. ― Τα εσυμβιβάσαμεν, Λουκή. Πηγαίνει να μας φέρη την κόρην. Απόψε θα την έχωμεν. Εχύθην εις τον λαιμόν του και τον εφίλησα και έκλαυσα.

Τον έβλεπα να λαλή περιπαθώς δακτυλοδεικτών τας αδελφάς μου και εμέ, ενώ ο ναύτης απέσυρε την χείρα, εντός της οποίας εζήτει ο πατήρ μου να θέση φιλοδώρημα. Κατ' εκείνην την στιγμήν η μήτηρ μου όπισθεν μ' έλαβεν εκ της χειρός. Εστράφην προς αυτήν. ― Λουκή μου, πάρε τας αδελφάς σου και πηγαίνετε με την ευχήν μας. Αφήσατέ μας ημάς εις το έλεος του Θεού.

Ηθέλησα να κράξω: Δέσποινα ! αλλ έθεσε το δάκτυλον εις τα χείλη και ψιθύρισε βλέπουσα με:― Γλύτωσέ με, Λουκή! Και σκύψασα επροσποιήθη ότι συλλέγει άνθη, διότι ηκούσθη η βραγχώδης φωνή του ευνούχου, επιστρέφοντος διά να περιμαζεύση το ποίμνιόν του. Ηγέρθη η Δέσποινα και έτρεξε προς τα άλλα παιδία.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν