United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Κυρά Ρήνη με οφθαλμούς υπερμέτρως ανοικτούς, αναπνοήν διακοπτομένην, χείλη κινούμενα, έτοιμα να εκφέρουν βλασφημίας και κατάρας, απεκλειστικόν αυτών προσόν, παρετήρει κύπτουσα ανυπομόνως τας φλόγας, αίτινες εκοκκίνιζον φοβερώς το πρόσωπόν της, το μαραμένον ήδη.

Η δε Ιωάννα, παραδιδομένη εις μεταφυσικάς μελέτας, ότε μεν διημέρευε κύπτουσα επί των συγγραμμάτων του Αγ.

Η μαντεία. Ήρκει να παρατηρήση αυτήν πόρρωθεν, και κύπτουσα προς την γην, εξ ης η ρις της δεν απείχε πολύ, ελάμβανε λίθον και εξεσφενδόνιζεν αυτόν κατά της νέας κόρης, κράζουσα·Εδώ είσαι, άπιστη; Εδώ είσαι, άθεη; Πάντα εσένα θα βλέπω; Πάντα εμπροστά 'στά μάτια μου 'βρίσκεσαι; Δεν πάγεις εις καμμίαν τρύπαν να χωθής, να μη σε βλέπω! Η Αϊμά δεν ησθάνθη ποτέ πικρίαν εξ ουδενός πράγματος.

Ακούς, Δελχαρώ, είπε, της Αμέρσας μονάχα να πω να 'ρθή, ή να 'ρθή και το Κρινιώ μαζύ; Τι λες εσύ, πεθερά; Και η Φραγκογιαννού ανυπόμονος·Πήγαινε τώρα, τι φέρνεις γύρο; είπε. Ας ερθή όποιος ερθή! Η Δελχαρώ εθρήνει ηρέμα κύπτουσα επί του λύκνου. Ο Νταντής πριν εξέλθη, έρριψε βλέμμα εις το λίκνον και εις την σύζυγόν του. — Αχ! κρίμα, ζάβαλε! είπε . . . Κ' έβλεπα κάτι όνειρα! . . . βρε, παιδιά!

Κρυώνεις, Γιάννο μου; ηρώτησεν η Μάρω, κύπτουσα προς αυτόν φιλοστόργως. — Ναι, πολύ· είπεν ούτος τουρτουρίζων. — Και δεν επήρα το σεγούνι μου.

Δεν ήτο πλέον ο Βινίκιος ο άλλοτε, ο καλός και σχεδόν προσφιλής εις την ψυχήν της· ήτο σάτυρος μοχθηρός. Εις μάτην, κύπτουσα όπισθεν, απέστρεφε την κεφαλήν διά να αποφύγη τα φιλήματα. Εκείνος ανωρθώθη, την έδραξε με τους δύο βραχίονας, έσυρε την κεφαλήν της επί του στήθους και με στόμα ασθμαίνον ήρχισε να εκμυζά τα ωχρά χείλη της. Εκείνη ησθάνετο ότι έμελλε να υποκύψη.

Προς ανάπαυσιν δε της συνειδήσεώς της εφαντάζετο ότι ίσως η θεία Πρόνοια εκάλει αυτήν να εκτελέση αγαθήν τινα πράξιν, και διά τούτο ησθάνετο τον ασυνήθη τούτον γαργαλισμόν μεταξύ της γλώσσης και του λάρυγγος. Η Σιξτίνα κύπτουσα όλη υπό την ροπήν της απηγορευμένης ταύτης παραβάσεως των κανόνων ανέβαινεν ανά δύο, όσον ηδύνατο να εκταθώσι τα σκέλη της, τας λιθίνας βαθμίδας της κλίμακος.

Είπε και έγυρεν εκεί παρά την πυράν της καμίνου της πλύσεως, τυλιχθείς μ' έν παλαιόν ράκος. Η σύζυγός του ήρχισε την πλύσιν, κύπτουσα με όλον το βάρος της, παρά την μεγάλην και κτιστήν εκεί σκάφην του πλυντηρίου, ότε μετά μικρόν, σαν να ησθάνθη οδυνηρόν πόνον κ' έβαλε κραυγήν.

Ο Μανώλης, όστις εν τω μεταξύ ανεκάλυψεν εις το απέναντι δώμα την Πηγήν απλώνουσαν εις τον ήλιον το ύφασμα, το οποίον είχε «λευκάνει» εις τον ποταμόν, μόλις ήκουε την φλυαρίαν της χήρας. Αλλ' αυτή κύπτουσα επί της «πλύστρας» και εξακολουθούσα να πλύνη, εξηκολούθει και να του ομιλή περί της θυγατρός της. Ήτον μετανοημένη που δεν την αφήκε στη χώρα.

Την ερώτησιν ταύτην υπέλαβεν η Ερμιόνη αποτεινομένην εις την ζηλείαν μάλλον ή την θωπείαν της, και έσπευσε να προσθέση·Αχ, . . . . ζηλεύω τα παιδιά των. Δεν ξεύρεις πόσα είνε, Αγησίλαε, . . . και όλα τόσα . . . τόσα, το ένα μικρότερο και ωραιότερο από το άλλο. Να είχαμε κ' εμείς κανένα! . . . είπε μετ' ολίγον σιγαλή τη φωνή, κύπτουσα το πρόσωπον προς τον σύζυγόν της.