United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν πρώτοις χόρτα τινά και άγρια άνθη, παπαρούνες και σταχυοειδή, λυσσοχόρταρα, μαϊόχορτα, και ολίγαι κλωσταί καννάβιναι και καραβοσχοίνου, μακραί τρίχες γυναικείαι μαύραι, άλλαι τρίχες φοράδας κόκκινες, μικρά κόκκαλα από το Κοιμητήρι, και τέλος έν κρανίον ανθρώπινον. Τι ήσαν όλ' αυτά; και τι ήθελαν εκεί; Βεβαίως μάγια· εχθροί τα είχαν ρίξει της δασκάλας.

Τα πουλιά φτερουγίζουν και φλυαρούν σα να σε ξαναχαιρετούν ευτυχισμένα σαν τότε. Τίποτε δεν άλλαξε από την εξοχή ακόμα. Μήτε η μαραμένη καλύβα κάτω στο δάσος, μήτε το ποταμάκι που κυλά στις πικροδάφνες και στα πλατάνια, που φουντόνουν νιοβλαστημένα. Θα σκύψουμε να πιούμε νεράκι στην πράσινη όχτη του, σαν τότε· ποτήρι θάχης τα δυο μου χέρια, ποτήρι θάχω τις κόκκινες απαλάμες σου.

Όλοι σχεδόν οι χωριανοί κατέβαιναν στο πανηγύρι και οι γυναίκες κουβαλούσαν στο κεφάλι δίσκους με γλυκίσματα και καλάθια γεμάτα με κότες δεμένες με κόκκινες κορδέλες. Τα δεντράκια τριγύρω ήταν γεμάτα με άγουρα φρούτα και το πανηγύρι έμοιαζε να απλώνεται σε όλη την κοιλάδα.

Αυτή ως επί το πλείστον εκαβαλίκευε ένα άλογο τατάρικο άσπρο με βούλλες κόκκινες, και επεριπατούσεν ανάμεσα εις εκατό σκλάβες ενδεδυμένες με πολλήν μεγαλοπρέπειαν, επάνω εις τόσα άλογα μαύρα.

Ο Μίμης δεν ήρθε- -Η Λιόλια πήγαινε πιο πίσω με τη θεια Ελέγκω, που τα γέρικα της μάτια είχανε γίνει σαν κόκκινες σταφίδες απ’ τα κλάματα για τη Βεργινίτσα της που την είχε σαν παιδί της. Δε σηκώνει το χέρι της να βοηθήση σε τίποτα.

Ανοίγει τσίπες, τσακίζει αμύγδαλα, γουδοτρίβει κανέλλες και κόκκινες ζάχαρεςόλα για τα μπουρέκια και για τάλλα γλυκύσματα που θα χρειαστούνε όπου και να είνε.

Πίσω από μακρινές κορφές ο ήλιος βασιλεύει Και τ' ουρανού τα σύνορα χίλιες βαφές αλλάζουν, Πράσινες, κόκκινες, ξανθές, ολόχρυσες, γαλάζες, Κι' ανάμεσά τους σκάει λαμπρός λαμπρός ο Αποσπερίτης. Την πύρη του καλοκαιριού την σβυεί γλυκό αγεράκι Που κατεβάζουν τα βουνά που φέρνουν τ' ακρογιάλια.

Λιάρες ανοιχτές-ανοιχτές, λιάρες ντιπ φλώρες, λιάρες σκουρότερες, λιάρες πιο σκούρες που ανατριχιάζεις να τις βλέπης. Ύστερα άνοστες, ξεκιτρινισμένες, σχεδόν κόκκινες, μα όχι κόκκινες, ένα είδος τρίχα από κόκκινο άλογοκατάλαβες; — ύστερα μαύρες ανοιχτές, μαύρες σκουρότερες, και μαύρες τέλος φονσέ! Καπότα φονσέ! Χα...χα... χα!... Και τι είδος σχήματα ύστερα!

Φιγούρες καθισμένες ανακούρκουδα, ωχρόφαιες και μαβιές, μερικές με φοβερά μάτια λευκά, άλλες με κόκκινες πληγές και μελανά αποστήματα, με γυμνά τα στήθη σαν γδαρμένα, με τα μπράτσα και τα ψαχουλευτά δάχτυλα μαυρισμένα σαν καμένα κλαδιά, διαγράφονταν μεταξύ των θάμνων με φόντο τη γαλάζια και λευκή γραμμή του ορίζοντα.

Εκεί, του είπα, εμέτρησα τέσσαρα σταυρουδάκια κολλητά. — Έχε λίγη υπομονή. Ακόμη δεν είχαμεν αποκλάψη τα τέσσερα παιδιά, όταν γυρίζοντας ένα μεσημέρι από τη δουλειά μου βλέπω από μακρυά, εμπρός στην πόρτα του σπιτιού μας κόσμο πολύ. Άνδρες, γυναίκες και κόκκινες στολές κλητήρων. Άρχισα να τρέμω και έπειτα να τρέχω.