United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Άμοιρε, τι σ' εμίσησεν ο σείστης Ποσειδώνας τρομερά τόσο, και άπειρα κακάεσέ φυτεύει; 340 αλλ' όσο και αν οργίζεται, δεν θέλει σ' αφανίση• αλλ' έλα κάμε ό,τι σου ειπώ• και ανόητος δεν δείχνεις. γυμνώσου και άσε την πλωτήν οι άνεμοι να πάρουν, και ζήτα την επιστροφή πλέοντας με τα χέρια εκεί, 'που μέλλεις να σωθής, 'ς την χώρα των Φαιάκων. 345 και ιδού, ζώσε το στήθος σου με τ' άφθαρτο μαγνάδι τούτο• να πάθης μη φοβού ποσώς ή ν' αποθάνης• αλλ' άμα φθάσης και την γη κρατήσης με τα χέρια, ξεζώσου το και ρίξε τοτα σκοτεινά πελάγη, πολύ μακράν από την γη, και στρέψε αλλού την όψι». 350

Αν νικήσω κράτησέ με κοντά σου. Ή, αν δε θέλης να με κρατήσης, θα φύγω σε μακρυνόν τόπο». Κανείς δεν εδέχθη την πρόκλησι του Τριστάνου. Ο Μάρκος πήρε στα χέρια του τα χαλινάρια του αλόγου της Ιζόλδης, κ' εμπιστευόμενος τη Βασίλισσα στο Λιντάν, πήγε παράμερα για να πάρη συμβουλή. Χαρούμενος ο Ντινάς έκαμε στη Βασίλισσα χίλιες τιμές και χίλιες περιποιήσεις.

Να μη τα λες σ' εμένα που σε ξέρω ότι επιθυμείς να τα πης πολύ περισσότερον παρ' όσον εγώ επιθυμώ να τα ακούσω. Έχω την ιδέαν ότι εάν δεν έχης ακροατάς, θα πας να τα διηγηθής σε κανένα στύλον ή σε κανένα ανδριάντα διά να ξεθυμάνης. Και αν εγώ τώρα επιχειρήσω να φύγω, θα με κρατήσης• και αν φύγω θα με παρακολουθήσης και θα με παρακαλής να σε ακούσω• τότε δε και εγώ θα κάνω ότι δεν θέλω.

Ο Αμπτούλ εχαμογέλασεν εις αυτά τα λόγια, και είπε προς τον καλίφην. Κύριε, εμένα δεν μου είνε άλλο αναγκαίον, παρά να κρατήσης τα δώρα που σου έστειλα, και, οπόταν μου υποσχεθής διά να τα κρατήσης, θέλω σου ειπεί πώς ημπορώ να κάμω άλλα πλέον πλουσιώτερα χαρίσματα καθημερινώς, χωρίς να μου προξενηθή καμμία ενόχλησις και ζημία.

Εκεί εκρημνίσθη μία μεγάλη Σφιγξ, η οποία αιωνίως ψυχορραγεί, αλλ' ουδέποτε αποθνήσκει. Μη δώσης ποτέ εις αυτήν χείρα βοηθείας· είνε αχάριστος ασθενής και κατατρώγει πρώτους τους ιατρούς της. Θα την κρατήσης σφικτά εν τη αγκάλη σου, εφ' όσον σιωπά.

Ο έρως είναι ελεύτερος, Ποτέ σου δεν μπορείς Να τον κρατήσης σκλάβο σου, Του κάκου το θαρρείς. Μη τον παντέχεις λαίμαργοτου Κροίσου τα καλά. Ή 'πής του μέγα Αλέξανδρου Ο θρόνος τον γελά. Τον διόχνει η σκυθρωπότητα, Το άγριο τον φοβάει· Ευγένια, και αξίωμα Αυτόν δεν τον τραβάει. Κι' αυτόν τον τυραγνάς· Και κράζεις υστερώτερα Τον έρωτα σκληρό, Αντίς να κράξης άτυχον Αυτό σου τον καιρό.

Ο βασιλεύς τότε του είπε· σήκω, ω Μαλέχ· και με όλην την ελευθερίαν ομολόγησέ μου ανίσως και εσύ είσαι αληθώς τόσον ευχαριστημένος, καθώς η θεωρία σου το δείχνει· επειδή και ακούω ότι δεν κάνεις άλλο παρά να γελάς και να μετωρίζεσαι καθημερινώς· και νομίζουν όλοι, ότι είσαι πολλά ευχαριστημένος εις εκείνο που ευρίσκεσαι, χωρίς ποτέ να λάβης θλίψιν, είναι αλήθεια λοιπόν αυτό, ή όχι; μίλησε με ελευθερίαν χωρίς κανένα φόβον, και χωρίς να κρατήσης τίποτε κρυφόν επειδή και έχω περιέργειαν να μάθω την αλήθειαν.

Ω παντοδύναμε Παιάν, εύρε εσύ τον τρόπο ν' απομακρύνης το κακόν από αυτό το σπίτι. Βοήθησε• βοήθησε γιατί και προ ολίγου συ έσωσες τον Άδμητον και συ μπορείς και τώρα και απ' αυτόν τον θάνατον, αν θέλης, να τον σώσης και να κρατήσης την ορμή την φονική του Άδου. Ω γυιέ του Φέρητος, εσύ• τι τύχη σε προσμένει τώρα οπού θα στερηθής τέτοια άξια γυναίκα!