United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' αν είχε καταμετρήσει το βάθος του δισταγμού της κόρης, δεν θα ετόλμα, όσον και αν ήτο σκληρόκαρδος, να κινήση την νευράν ταύτην. Η ισχυρογνώμων επιμονή της μοναχής προεκάλει ακριβώς εν τη καρδία της νέας ανάμνησιν, ης η εξέγερσις έκαμνεν αυτήν να φρίττη.

Τώρα, λέγε μου εσύ ό,τι θέλεις.. Σούρβα είναι σούρβα, το ξέρω. Και την τύχη την βλέπουν για την συνήθεια, όχι για την αλήθεια, κι' αυτό σωστό. Μα όταν θυμηθώ τους κούφιους εκείνους κρότους και ταις μακρυναίς τουφεκιαίς, που ύστερ' από λίγαις ημέραις άρχισαν ν' ακούγωνται τριγύρω στα χωριά, μου ξεσηκώνετ' η καρδιά μου, και δεν μπορώ να ησυχάσω.

Και συλλογιέμαι, κι' η καρδιά διπλόγνωμα με σέρνει· 435 πότες μου λέει πως άρπαξ' τον απ' τη σφαγή και σύρ' τον, έστι όσο ζει, ως μες στης Λυκιάς την πλούσια του πατρίδα, και πότες, τώρα πια ας σφαχτεί με του Πατρόκλου τ' όπλο

Η καρδιά δε γερνάει ποτέ.» «Αυτό είναι αλήθεια», παραδέχτηκε η Νοέμι, αλλά με μια φωνή που έμοιαζε να βγαίνει άθελά της από το στόμα, αλλά αμέσως συνοφρυώθηκε και ανασήκωσε τα ψυχρά, ειρωνικά της μάτια και τα κάρφωσε σε εκείνα της γριάς. «Τι θέλετε λοιπόν από εμένα;» «Να μιλήσετε στον ντον Τζατσίντο.

Ο Ζακχαίος Τον είδε καθώς επλησίαζε, και πόσον πρέπει να έπαλεν η καρδία του εκ χαράς και ευγνωμοσύνης, όταν ο Μέγας Προφήτης, ο ωμολογημένος Μεσσίας του έθνους του, εστάθη υπό το δένδρον, ανέβλεψε, και καλέσας αυτόν ονομαστί, είπε: «Ζακχαίε, κατάβηθι· σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι». Ο Ζακχαίος έμελλεν ου μόνον να Τον ίδη, αλλ' εκείνος ήθελε να έλθη και να δειπνήση μετ' αυτού, και να μείνη παρ' αυτώ· ο ένδοξος Μεσσίας ξένος του μισητού τελώνου!

Έλεγα πως έφταιε το σαπούνι, και δεν έκανε καθόλου αφρό. Νόμισα πως με είχανε γελάσει και μου δόσανε θάλασσα. Έχυσα το πρώτο νερό και πήρα άλλο. Το δοκίμασα και ήταν γλυκό. Μα τα ίδια πάλι. Τώρα το θυμούμαι και με πιάνουν τα γέλια. Άρχισε να γελά μ' ολάνοιχτη την καρδιά. Ο κληρωτός έκανε το ίδιο. Ύστερα από λίγο η φανέλλα ήταν ολοκάθαρη. Το έδειχνε κάτασπρη η σαπουνάδα που έβγαιναν από παντού.

Επήγες εις την άκρη του κόσμου, παιδί μου, και δεν εχάθηκες, κ' εγύρισες. Και ο Χρηστάκης μαςπέντε ώραις δρόμον επήγε, κ' έμεινεν εκεί!...Ε...μόνον οι νεκροί δεν γυρίζουν πίσου!... Ήτανε παραμονή των Φωτώνξεύρεις πώς είναι η καρδία μου σε τέτοιαις επίσημαις ημέραις.

Πιο άταχτο και πιο άμαθο πράμα δεν άκουσα παρά να τη λεν τη ρωμαίικη γλώσσα &Ψυχάρικη&. Ίσως τιμή για λόγου σου τούτο, για το Έθνος όμως όχι, αφού στο Έθνος ανήκει η γλώσσα, αφού είναι η μόνη του γλώσσα. Αιώνες κ' αιώνες την είχαμε μέσα στην καρδιά μας κι απάνω στα χείλη μας, κι αρνιούμαστε να τη δείξουμε στο χαρτί.

Η φλέγουσα εκείνη καρδία έφριξεν εις το ύδωρ ως η σμαρίς εντός του τηγανιού, αφού δε εκρύωσεν, έθεσε πάλιν αυτήν ο άγιος εις τον τόπον της και κλείσας την πληγήν επέστρεψεν εις τον ιδικόν του.

Ωμιλούσαμεν πρώτον περί σου, έπειτα ήρχισε να με κατηχή, και αν ακόμη ήξευρα να γράφω όπως ο Πετρώνιος, δεν θα ηδυνάμην να σου εκφράσω ό,τι εσκέπτετο το πνεύμά μου ή ό,τι ησθάνετο η καρδία μου.