Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Πλην κατά τινα αποκλεισμόν των παραλίων της δυτικής Μεσογείου υπό του στόλου της Αγγλίας, ο καπετάν-Θοδωρής μη λαβών γνώσιν της προκηρύξεως αυτού, ότε απέπλεεν εκ Βαρκελώνης, ευρέθη αίφνης με το βρίκιόν του φορτωμένον εντός της αλύσεως των Αγγλικών πολεμικών. — Στοπ!

Θα επέστρεφον μετά το δειλινόν. Έως τότε υπελόγιζον ότι θα εσύναζον όλα τα υπάρχοντα εις τας εκεί συκομορέας φύλλα. Επί του οναρίου ο καπετάν-Θοδωρής εφόρτωσε και τους ψευδείς πόδας του, τα δύο χονδρά ραβδία, τα οποία μετεχειρίζετο ως αληθινούς του πόδας. Οι άλλοι δύο πόδες του, οι αληθινοί, εκρέμαντο από του οναρίου ξεκλειδωμένοι ως ψευδείς.

«Αν επιτεθή κατά των κορασίωνεσκέφθη. Η μικροτέρα των θυγατέρων της είχεν απομακρυνθή και απομονωθή απώτερον εν τω ρεύματι, αναζητούσα καρκίνους. Αν απαγάγη αυτήν ο κακοποιός άνθρωπος, πριν προφθάση ο γέρων να τον αποκρούση; Και πώς να προφθάση ο πάσχων και δυσκίνητος καπετάν-Θοδωρής!

Καλομοίρα που είσαι! έλεγεν ενίοτε ο καπετάν-Θοδωρής, γυρμένος τον χειμώνα παρά την θερμήν εστίαν, ενώ παραπέρα εκάθηντο κατά σειράν τέσσαρες κόραι ξανθόμαλλοι, αι τέσσαρες της Γερακούλας θυγατέρες, με την κάλτσαν περί τον λαιμόν πλέκουσαι. — Έχει ο Θεός! απήντα η φαιδρά Γερακούλα.

Δεν είνε τίποτα. — Θαρθή κι' ου καπετάν-Θοδωρής; — Θαρθή. — Ναρθή. Αληθώς μετ' ολίγον ο καπετάν-Θοδωρής εξεκίνησε πρώτος, αναβάς επί του οναρίου, κρατών και το βαρύ τρομπόνιον πλήρες. Η Γερακούλα και αι τέσσαρες θυγατέρες της, έφερον εκάστη από ένα σάκκον κενόν και εντός καλάθου έλαιον διά τα κανδήλια της Παναγίας. Επί άλλου καλάθου, ον εκρέμασαν επί του οναρίου έθεσαν τον άρτον και το προσφάγιον.

Και επειδή ο καπετάν-Θοδωρής ήτο φιλακόλουθος και καλός χριστιανός κ' εγνώριζεν απέξω πολλά «γράμματα της Εκκλησίας» προσέθηκε: «Παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστι καταβαίνον»... Ο δειλός ληστής κάτω εις τον ορμίσκον τον έρημον ανέπνευσεν. Άλλως δεν απείχε πολύ εκείθεν η θάλασσα. Καθ' όλον το διάστημα τούτο ενόμιζεν ότι όπισθεν κατεδίωκον αυτόν τα φοβερά του ρεύματος φαντάσματα, αι άυλοι Νεράιδες.

Ο δε καπετάν-Θοδωρής το μόνον όπερ ηδύνατο να κάμνη ήτο να κατέλθη συρόμενος με τα δύο ραβδία του μέχρι της αγοράς εις το παρά την αποβάθραν καφενείον κ' εκεί να πίνη ένα καφέ, — τον προσφιλή του ναργιλέν απηγόρευσαν οι ιατροίκαι να διηγείται τα παθήματά τους. Περί των λοιπών εφρόντιζεν η σύζυγός του η καλή Γερακούλα.

Ηκούετο ακόμη ο συνεχής συρμός όπισθεν της λόχμης από των βιαίως σειομένων θάμνων, ως όταν από στενής ατραπού δάσους διέρχεται υποζύγιον φορτωμένον. Μετ' ολίγον προσήλθον και αι άλλαι δύο θυγατέρες και ο γέρων με τα ραβδία του. Έφερον και το ονάριον και τους σάκκους των φύλλων. — Τι κάμνομεν! ηρώτησεν ο καπετάν-Θοδωρής. Ώρα να πηγαίνωμεν.

Εν τούτοις ο καιρός έφευγεν, ως φεύγει το κύμα, και αι θυγατέρες της Γερακούλας εμεγάλωναν. Ούτω, θυγατέρας της Γερακούλας, τας απεκάλει και ο γέρων πατήρ. Ο καπετάν-Θοδωρής δεν ελογάριαζε πλέον τον εαυτόν του μεταξύ των ζώντων. — Δεν με πετάτε, καϋμένες, 'ς το γιαλό! Έλεγεν ενίοτε βαρυθυμών. — Χριστός και Παναγία, καπετάν-Θοδωρή μου! εφώνει η σύζυγος.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν