United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνοι άμαθοι από καβάλλα δυσκολεύτηκαν πολύ να βάλουν το πόδι τους στη σκάλα. Ο Αριστόδημος παρουσίασε πρόθυμα το γόνα του. Οι σοφοί αρνήθηκαν. Α, μπα! δεν είνε δυνατόν. Μα ο Ευμορφόπουλος επίμενε. Καθώς έστεκε με το καπέλλο στο χέρι και τα γόνα μπροστά, έλεγες πως έκανε δέηση. Οι σοφοί κατάλαβαν πως η άρνησή τους δεν έκανε άλλο παρά να μακραίνη τον εξευτελισμό του, και τον λυπήθηκαν.

Εικόνες τοποθετημένες και επάνω εις τα έπιπλα και κάτω εις τους τοίχους και παντού. Εις το μέσον ένας εικονοστάτης με μίαν εικόνα αρχισμένην επάνω. Έρχεται ο Κώστας με ενδύματα εξοχής και μαλακό καπέλλο. Σκηνή α'. Πώς δεν είναι εδώ! Μαρία! Μαρία! Δεν με επερίμενε, φαίνεται, τόσο νωρίς. Θα εργάζεται αντίκρυ. Ας δούμε τα μυστικά της. Παραπονείσαι γιατί δεν σου έγραψα τόσους μήνες τώρα!

Κάθε σκοπευτής είχε τον αριθμόν του της σκοποβολής εις ένα στεφάνι γύρω εις το καπέλλο του. Μουσική και άσμα, κασσελίτσες με λύρες, σάλπιγγες, φωναί, θόρυβος ήσαν εδώ. Οικίαι και γέφυραι ήσαν στολισμέναι, με εμβλήματα και στίχους.

Όχι, κύριοι, να με συμπαθάτε· τα λόγια μου δεν είνε για σας· αποκρίθηκε ο Δημητράκης, βγάζοντας το καπέλλο και σφίγγοντας το χέρι τους φιλικά. Τυμβωρύχοι ναι· μα τυμβωρύχοι καλόβουλοι. Δε θέλετε να κλέψετε παρά να σώσετε ό,τι απόμεινε μέσα στα βιβλία μας. Φροντίζετε για την επιστήμη σας κ' είστε αξιέπαινοι. Θαυμάζω την προσπάθειά σας με όλη μου την ψυχή.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Έπειτα, εκατόν είκοσι. ΔΟΡΑΝΤ Μάλιστα. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Έπειτα, εκατόν σαράντα. ΔΟΡΑΝΤ Πολύ σωστά. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δηλαδή, τετρακόσια εξήντα λουδοβίκια, που μας κάνουν πέντε χιλιάδες εξήντα φράγκα. ΔΟΡΑΝΤ Σωστότατα. Πέντε χιλιάδες εξήντα φράγκα. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Χίλια οκτακόσια τριάντα δύο φράγκα στον έμπορο των φτερών, για το καπέλλο σας. ΔΟΡΑΝΤ Ακριβώς.

Χωρίς να βγάλη το καπέλλο του, πήγε τα ίσα στο κρεββάτι κι απίθωσε τη μαγκούρα απάνω στην κουβέρτα. Έπιασε το σφυγμό της Βεργινίας, έβαλε το χέρι στο λαιμό της και στην καρδιά.. έβαλε ταυτί του στο στήθος. . . Λιποθυμία είναι, μα είναι πολύ αδύνατη.

Η μεγαλειτέρα, κόρη δέκα έξ χρόνων, ήλθε με την σούσταν του πατρός της ενδυμένη ως τελεία κυρία· με καπέλλο, με φόρεμα της τελευταίας μόδας, ούτε το ριπίδι δεν της έλειπε. Την άλλην την έφερεν ο πατήρ της με το κάρρο του· φορούσε και αυτή τα εορτάσιμα χωρικά της ενδύματα, ωραία ενδύματα κεντημένα όλα με το χέρι της.

Ο Αλαμάνος όμως με τη βαθιά του κρίση απόδειχνε στον πρόλογο και στα σχόλια του βιβλίου πως όλους τους ένωνε το ίδιο αίσθημα, ίδια αντίληψη της ζωής, κοινές ελπίδες και κοινές πρόληψες. Η διαφορά ήταν απ' όξω, μα από μέσα όχι. Απάνω στη χαρά τους φάνηκε ο Αριστόδημος στη σκάλα. Μα ήταν σε κακή κατάσταση· το καπέλλο του τσαλακωμένο, το φόρεμά του λασπωμένο κι ο λαιμοδέτης του λυτός.

Συνήντησε τον ιερέα, ασκεπή, με το Άγιον Ποτήριον, κατερχόμενον από τον οικίσκον του ασθενούς. Ο Στάθης έβγαλε το καπέλλο του, επροσκύνησε βαθέως και τέλος ανήλθεν εις την μικράν οικίαν. Ο Θανάσης ήτον εις τας λοισθίας στιγμάς. Ο Στάθης επλησίασεν εκθύμως, του έδωσε το πορτοφόλι εις τας χείρας. Εκείνος το έλαβε κ' εμειδίασε.

Αι αίγαγροι είναι πονηροί, τοποθετούν προφυλακάς· αλλά ο κυνηγός πρέπει να είναι συνετώτερος, να τας απομακρύνη από τα ίχνη του, ώστε να μη τον παίρνουν αυταί μυρωδιά, και να τας αποπλανήση. Μίαν ημέραν ο Ρούντυ ήτο εις το κυνήγιον με τον θείον· εκρέμασε ο θείος το ένδυμά του και το καπέλλο του επάνω στο ορεινό ραβδί του και εξέλαβον αι αίγαγροι το ραβδί για άνθρωπον.