Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Η Ουρανίτσα γύρισε το πρόσωπό της. Ο πατέρας της αυτή τη στιγμή της φαινότανε σαν ξένος και σαν εχθρός. Καλά έλεγε η μάννα της: «Ξεκούτιανε ολότελα». — Είνε κακός καιρός στο πέλαγο; είπε σε λίγο χωρίς να γυρίση να τον κυττάξη. Του καπετάν Λαλεχού καρφί δεν του καιγότανε. — Καλός-κακός, εμείς πρίμα ταξιδεύομε, είπε πάλι. Τι σε μέλει; Γύρε να κοιμηθής. Η Ουρανίτσα έβραζε μέσα της.

Έπειτα όταν περάση ο καιρός της πομπής, αμέσως έκαστος αποβάλλει το πομπευτικόν ένδυμα και το σχήμα, γίνεται όπως ήτο πριν και ουδόλως διαφέρει των άλλων.

Τότε μία εκ μέρους των άλλων μου λέγει· ιδού είναι καιρός διά να αναπαυθής επειδή είσαι κουρασμένος από την οδοιπορίαν· το κρεββάτι σου είναι έτοιμον και έκλεξε από ημάς όποια σου αρέση διά να κοιμηθής μαζί της. Εγώ εις τοιούτον ζήτημα της απεκρίθην· όλες μου αρέσουν όλες ωραιότατες είναι, ωσάν να ήσαν η αυτή ωραιότης· δεν δύναμαι να προκρίνω την μίαν από την άλλην.

Σ' άκουσα πολλές φορές να το λες όξω που βγαίναμε τες ηλιοφανιές κι' έβλεπα να νοτίζουν από δάκρυο τα ματόφυλλά σου όντας έλεες και ξανάλεες με θλιβερό σκοπό το πικρό γύρισμά του: «Κλάψτε, μωρέ καϋμένοι ΧριστιανοίΉρθε καιρός τώρα οπού το μοιρολόι και τ' απόφωνο τούτο το λέμε και το ξαναλέμε εδώ οι Χριστιανοί όλοι. Το λέμε και κλαίμε όλοι με πυρωμένα δάκρυα.

Και αν, 'στήν Χαναναίαν πετάξας νοερώς, εις τον Θεόν εκείνον πιστεύσης του Σινά, θαρρείς πως δεν θα φθάση ουδέποτε καιρός, οπού θα προσκυνήσης και συ τον Μαμμωνά; Θαρρείς τον εαυτόν σου διττώς αν διαιρέσης, εις νουν και εις αισθήσεις, πως δεν θα μείνης βλαξ; θαρρείς πως ασφαλίζεις τας μεταξύ των σχέσεις κι' αυτό δεν θάναι δούλον του άλλου εναλλάξ;

ΣΤΑΥΡΟΣ Τους λευτέρωσε η πολιτεία, είναι αλήθεια, μα τους σκλάβωσε ο παράς. Αυτό το σκλάβωμα όμως είναι πολύ χειρότερο από κάθε άλλο. Δε θα περάση πολύς καιρός που θα ξεσκλαβωθούνε κι απ' αυτό. . . Αλίμονο στις ιδέες σας τότε κ. Φιντή. ΦΙΝΤΗΣ Εσύ είσαι ένας επαναστάτης, ένας αναρχικός, που ήρθες εδώ μέσα για να με φοβερίσης.

Ο καιρός είχε μεταβληθή από της πρωίας, και ήτο ευδία. Ο Γύφτος εγίνωσκε καλώς τας οδούς, και ωδήγει την Αϊμάν. Ότε όμως είχον αναβή εις απότομόν τινα ακρώρειαν του Ταϋγέτου, ο Γύφτος εστάθη αίφνης διστάζων. Εκύτταζε δεξιά και αριστερά, ως να διετέλει εν αμηχανία. — Τι είνε; ηρώτησεν η Αϊμά. — Δεν ξέρω, μου φαίνεται σαν να έχασα τον δρόμο.

Εκαθούντονε στον ήλιο με ταυτιά πεσμένα, σα γάιδαρος κουρασμένος. «Αι! είντα κάνεις; του λέει· καιρός είνε να σου πάρω και την άλλη γυναίκα. — Δε θέλω άλλη. — Γιάιντα; — Ετούτη που πήρα με φτάνει και μου περισεύγει. — Μα συ ήθελες δέκα ... — Όι, όι, δε θέλω άλλη». Ο Μανώλης εγέλασεν, αλλ' εγέλασε μάλλον δια την μωρίαν εκείνου του νέου, ο οποίος δεν επέμενε να πάρη και τας άλλας εννέα γυναίκας.

Αφτό το χρωστούμε στην καθαρέβουσα, κ' είναι μια τύχη για τους γλωσσολόγους που δε γράφηκε η γλώσσα του λαού· έτσι θα προκόψη και θα χαλάση, που λένε, πολύ πιο έφκολα. Δε θα περάση πολής καιρός και θα διούμε κάμποσα περίεργα φαινόμενα. Η γλώσσα μας θα καταντήση πολύ πιο αξιοσπούδαστη παρά που μας φαίνεται σήμερα.

Αλλ' εφοβούντο να κινηθώσιν ή να ομιλήσωσιν. Αλλ' ο Ιησούς, με την συνήθη ανθρωπίνην όψιν Του ήλθε προς αυτούς, τους έψαυσε, και είπεν: «Εγέρθητε, και μη φοβείσθε». Και ούτω διηύγασεν η ημέρα εις το Θαβώρ και κατέβαινον το όρος· και καθώς κατέβαινον, τους προσέταξε να μη είπωσιν εις κανένα ό,τι είδον άχρις ου ο Υιός του Ανθρώπου εκ νεκρών αναστή. Τώρα δεν ήτο καιρός να ομιλήσωσι.

Λέξη Της Ημέρας

ντροπιάζεις

Άλλοι Ψάχνουν