United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Mια και μπης σ' αυτή τη φωλιά, και σαν πουλί σπαρταράει η ψυχή σου. Άφησε πια που σε μεθάει το θυμάρι κ' η λυγαριά. Άφησε που σε κουφαίνουν τα κοπάδια τριγύρω με τα κουδούνια τους, που σε γλυκοκοιμίζουν οι βρύσες με τακοίμητά τους νερά.

Την πήρε από το χέρι ο νιος την ώμορφη την κόρη Και να, σε δαύτη τη σπηλιά, στο μονοπάτι δίπλα, Νυφούλα δίχως γάμου ευκές και βλογητό στεφάνι. Με τα φιλιά την έσυρε με χάιδια ο ψωμοπάτης. Χλόη δροσερή από τα βαρκά, μυρτιές από το ρέμα, Πεύκα του λόγγου ευωδερά, λουλουδιασμένες δάφνες Κι αρείκη του βουνού απαλή και νιόβγαλτο θυμάρι Έκοψε κ' έστρωσε ο βοσκός κ' έγειρ' εκεί την κόρη.

Ο Ρούντυ έφθανεν επάνω εις την κορυφήν του βουνού, εκεί που ο ήλιος πολλάς φοράς δεν είχεν ακόμη φθάσει, και εκεί ερρόφα το πρωινόν του ποτόν, τον δροσερόν δυναμωτικόν αέρα του βουνού, το ποιόν, το οποίον μόνον ο αγαθός Θεός, ηξεύρει να παρασκευάση, και οι άνθρωποι μόνον την συνταγήν του ημπορούν να διαβάζουν, εις την οποίαν είναι γραμμένον: «Το δροσερόν άρωμα από τα βότανα του βουνού, από την αγριόμεντα και το θυμάρι της κοιλάδος

Επειδή αγαπώ την αθάνατον ψυχήν της και αμφότεροι αγαπώμεθα εν Χριστώ. » Ο Χριστός είναι αιώνιος πηγή ευτυχίας και γαλήνης. Σύγκρινον τας ηδονάς σας, τας κραιπάλας σας τας Ρωμαϊκάς με τον βίον των χριστιανών. » Αλλά, διά να κάμης καλλίτερον τας συγκρίσεις, ελθέ πλησίον μας, εις τα όρη μας τα ευωδιάζοντα από θυμάρι, εις τους ελαιώνας μας τους συσκίους, εις τας παραλίας μας τας κισσοστεφείς.

Φέρτην, αστρί, τη Χρύσω μου φέρτην στον έρωτά μου. Το δεξί μάτι μου φλυτρά μη θα γενή το θάμα; Ω Χρύσω, που το χνώτο σου μοσχοβολάει σα γάλα, Κι' ολόβολη μοσχοβολάς σαν άνθι από θυμάρι, Πούσε οχ τα χιόνια ασπρότερη της Παγωμένης Ράχης, Σαν την αγράμπελη ανθερή, γλυκειά σαν την παγούδα, Σαν την αρνάδα κάλεσσα και σαν τη χλόη δροσάτη.

Μα αυτοί είναι κακοί κυνηγοί κ' έχουνε σκυλιά κακογυμνασμένα, που τρέχοντας πολύ και γαυγίζοντας δυνατά έδιωξαν τα γίδια από τα όρη και τους κάμπους κατά τη θάλασσα, σαν λύκοι. Μα θα μου ειπούν: έφαγαν τη λιγαριά· βέβαια, αφού δε βρίσκανε στην αμμουδιά χορτάρι ή κουμαριά ή θυμάρι. Μα χάθηκε το καΐκι από τον άνεμο και τη θάλασσα· αυτά όμως είναι του χειμώνα δουλιές κι όχι των γιδιών.