Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Τι να σε κάμη το φεγγάρι, χριστιανέ μου;... Το φεγγάρι δεν κόβει μονέδα... — Περιμένω να βγη το φεγγάρι για να φύγω, και γι 'αυτό σ' ερωτώ, είπεν ησύχως ο μπάρμπα-Κωνσταντός. — Να φύγης;... για πού, αν θέλη ο Θεός; — Δεν ήρθαν τίποτε ξωμερίταις απ' τα καλύβια; — Μου κάνουν τη χάρι να μη 'ρθούν, είπεν ο Γαβριήλ.

Η φωνή του είχε τι το σοβαρόν, το επιβάλλον. Ουδέποτε η σύζυγός του τον ήκουσεν ομιλούντα ούτω. Τον ήκουε και τα δάκρυα ανέβαινον ησύχως εις τους οφθαλμούς της. Ησθάνετο ότι η δοκιμασία αύτη ενίσχυσε διά παντός την ψυχήν του. — Να μείνω εδώ την νύκτα; ηρώτησεν ο Γεροθανάσης. — Μείνε, θα έλθω πολύ πρωί. Και βλέπων την σύζυγόν του, ήτις έτεινε προς αυτόν το ράσον,

Αλλ' ευτυχώς ο Άγις, μαθών την καταστροφήν του αριστερού κέρατος του παραταγμένου κατά των Μαντινέων και των χιλίων Αργείων, διέταξε τον στρατόν να χωρήση προς το ηττηθέν μέρος. Και ότε τούτο έγινεν, οι μεν Αθηναίοι, άμα ο στρατός των Λακεδαιμονίων επροχώρησε και εμακρύνθη, εσώθησαν ησύχως και μετ' αυτών οι ηττηθέντες Αργείοι.

Πλειστάκις φαίνεται μαντεύων την ιδέαν την καταβαίνουσαν από του εγκεφάλου εις την άκραν του καλάμου του γράφοντος και προτείνει τον πόδα «ως αν ήθελε να την συλλάβη». Όταν δ' επί τέλους βαρυνθή την ακινησίαν εγείρεται τότε ησύχως, τανύει την ελαστικήν του ράχιν εις σχήμα βυζαντινής αψίδος και αρχίζει ήσυχον περίπατον διά των λεξικών και των μελανοδοχείων.

Πού θα έμενεν η πτωχή νέα, και τις ήθελε την προστατεύει; Ο Πλήθων δεν ετόλμα να επιθυμήση όπως μείνη η Αϊμά πλησίον του. Άλλως δεν ήτο βέβαιον ότι έμελλε να κατοικήση ησύχως εις το άντρον του ο φιλόσοφος επί πολύν χρόνον εισέτι. Ο σκοπός του ήτο ν' αναχωρήση. Ίσως εμελέτα να μεταβή εις την βασιλεύουσαν πόλιν.

Οι δε σύνεδροι των Μηλίων απεκρίθησαν «Η μεν φιλική πρότασις του να συζητήσωμεν ησύχως δεν είναι αξία μομφής, αλλ' αι πολεμικαί προπαρασκευαί, αι παρούσαι και ουχί μέλλουσαι, μας φαίνονται να αντιφάσκουν προς αυτό.

Εάν όμως εκ των προτέρων υποτασσώμεθα εις τους Μήδους, φοβούμενοι ως τόσοι άλλοι διά την χώραν μας, ή εάν, θεωρούντες ημάς αυτούς ως εντελώς κατεστραμμένους, δεν ετολμώμεν ύστερον να εισέλθωμεν εις τα πλοία, τότε δεν θα είχετε πλέον ανάγκην, στερούμενοι ικανών πλοίων, να ναυμαχήσετε, και αι υποθέσεις του Μήδου θα προώδευον ησύχως και όπως ήθελεν αυτός.

Προσέχετε να μη πέσετε, εψιθύρισεν ησύχως η γραία ημικοιμωμένη. — Να ιδής, Μα, εξηκολούθει η Δεσποινιώ. Τι ώμορφο που είνε το μπαμπουκλί της κυρά Γεώργαινας. Αχ! Λάμπει μέσατον ήλιο. Φωτιές πετάει. Βελούδο κόκκινο, της τώφεραν από την Πόλι. Αχ! τι ώμορφο κορμί, Μάννα! Σήκω να ιδής. — Της Λένης, προσέθηκεν η Σοφούλα, είνε σαν παληό το γουνάκι. Δεν έχει καμμιά θωριά! — Αχ!

Η Ιωάννα, γνωρίζουσα ότι α κ ό λ α σ τ ο ς ο ί ν ο ς κ α ι υ β ρ ι σ τ ι κ ό ν μ έ θ η, ως έγραφεν ο Σολομών καταφερόμενος κατά της ακολασίας εν μέσω τριακοσίων γυναικών και επτακοσίων παλλακίδων, απεσύρθη ησύχως εις την σκοτεινοτέραν του θαλάμου γωνίαν αλλ' ουδ' εκεί εύρεν επί πολύ ησυχίαν καθότι οι καλοί πατέρες, αφού εκόρεσαν την πείναν και την δίψαν, ησθάνθησαν την ανάγκην να ευχαριστήσωσι και την έκτην εκείνην αίσθησιν, δι' ην δεν εύρον ακόμη όνομα οι φυσιολόγοι, οι δε αιδήμονες χρονογράφοι ωνόμαζον αυτήν ό ρ ε ξ ι ν ω μ ο ύ κ ρ έ α τ ο ς.

Η δε κυρία, προσποιηθείσα ότι δεν ήκουσε φράσιν του εγκωμιαστικήν διά την υπομονήν του κορασίου, εξηκολούθει συνδιαλεγομένη με την μικράν της, αλλά τόσον ησύχως, ώστε μόλις ηκούετο ο ψιθυρισμός των.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν