United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πανάγο, είπε στραφείς προς τον γείτονα τον μαραγκόν, εύρων εύσχημον τρόπον να τον αποπέμψη, δεν πας, νάχης την ευχή μου, να πης του μπάρμπα-Στεφανή του Μπέρκου, ναρθή από δω, τόνε θέλω να τ' πω;... Ο Πανάγος ο μαραγκός ηγέρθη υψηλός, μεγαλόσωμος, ολίγον κυρτός, τινάξας τα σκέλη του. — Πηγαίνω, παπά, είπε. Θέλω κ' εγώ να πάω να ιδώ μη μώχη τίποτα η Πανάγαινα για να φάμ' απόψε.

Ανησύχησαν όλοι κι' άρχισαν με κλάμματα να την κουνούν, για ν' ανοίξη και να ιδούν για ύστερη φορά τα μάτια της, και ν' ακούσουν για ύστερη φορά τα ευλογημένα της τα λόγια. Η δόλια η Μάννα άνοιξε για ύστερη φορά τα μεγάλα τα μάτια, και κύτταξε όλους με την αράδα, σα να τους μετρούσε έναν έναν, και τους έδωκε την ευχή της ολωνών. — «Νάχετε όλοι την ευχή μου! Σας την δίδω με όλην μου την καρδιά!

Απ' εδώ ως στο Λουλεβουργάζι, είπεν, είναι πέντε ώραις δρόμο. Μια φορά κάθε δεκαπέντε θα πάγω και θα έλθω, γιατί ν' αφήσω να ωφεληθή άλλος; — Όχι, νάχης την ευχή μου! Δεν σ' αφήνω να πάρης την πόστα! Υποσχέσου μου πως δεν την παίρνεις, γιατί θα με κάμης να χάσω την ησυχία μου! — Ε! καλά, είπε τότε. Δεν την παίρνω. Άφησε να μείνης καναδυό μήνες χωρίς γράμμα, και να διης εσύ πως θα το μετανοιώσης.

Και το χάρηκεν ο μακαρίτης, και σε πήρε στην αγκαλιά του και σε φίλησε: — Έχε την ευχή μου, και να μου τρανέψης! — Και σ' έδωκε μια πεντάρα, και μ' εκούνησε με το δάχτυλο και με είπε: — Αυτό το παιδί, γυναίκα, θα γένη! — Πού το ήξευρε, πως ύστερ' από τρεις μήνες θε να σ' άφην' ορφανό!

Η ευχή αύτη ην εγώ απευθύνω προς τον παντοδύναμον, εμπνεόμενος υπό της ζωηροτέρας αγάπης προς τον λαόν της Λευκάδος και γνωρίζων, κακή τύχη, την οικτράν κατάστασιν εις ην περιήλθεν η Νήσος, εξέρχεται εκ των μυχών της καρδίας μου.

Την άλλη φορά, σύντεκνε παπά, την ευχή σου νάχω, μ' εμάλωσες· μούπες πως δεν έκαμα καλά που έπιασα το παιδί και το βάφτισα μονάχη μου, στον αέρα, κ' είπα «στ' όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνέγματος», μα πως έπρεπε να το βαφτίσω σε μια λεκάνη με νερό . . . και μούπες πως το παιδί, σαν απέθανε, δεν έπρεπε να ταφήάγια χώματα, και δεν μπορούσες, η αγιωσύνη σου, νάρθης να το διαβάσης.

Εις αυτάς τας στιγμάς, η Φραγκογιαννού είχε λησμονήσει την πρώτην ιδέαν τηςότι ο Θεός ηθέλησε να εισακουσθή η ευχή της και να πνιγή η παιδίσκη. Είτα ευθύς πάλιν ο λογισμός ούτος της επανήλθεν εις τον νουνκαι ακουσίως εγέλασε πικρόν γέλωτα. Εν ριπή οφθαλμού απεφάσισε τι έπρεπε να κάμη. «Ας πάω στο σπίτι, είπε μέσα της.

Είπε κ' εφώναξε• η θεά δέχθηκε την ευχή της• καιτα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν• κ' ένας απ' τους απόκοτους τους νέους είπε• «Γάμον άσφαλτ' η πολυμνήστευτη βασίλισσα ετοιμάζει 770εμάς, και φόνος αγνοεί 'που γίνεται του υιού της». Αυτά πε, και τι γίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν. και ωμίλισ' ο Αντίνοοςεκείνους μέσα, κ' είπε•

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πολύ καλά• και ύστερα μ' αυτό τι θα κερδίσουμε; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Μύλος, ροκάνα, σκόνη, στα λόγια μου θα γίνης, και ήσυχος να μείνης. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ό,τ' είπες, μα τον Δία, είνε πολύ σωστό• θα γίνω σκόνη όλος, εάν πασπαλιστώ. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τώρα πρέπει, γέροντά μου, απ' τους λόγους αποχή, και ν' ακούσης την ευχή.

Τρίτος δε νόμος θα είναι, νομίζω, ότι οι ποιηταί πρέπει να γνωρίζουν ότι αι προσευχαί είναι παρακλήσεις εις τους θεούς. Και λοιπόν πρέπει αυτοί πολύ να προσέχουν μήπως απατηθούν κάποτε και ζητήσουν τίποτε κακόν ως αγαθόν. Διότι βεβαίως αυτό το πάθημα θα ήτο γελοίον, εάν πραγματοποιηθή τοιαύτη ευχή. Αμέ τι;