Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Απεκρίθη ο γάιδαρος· φίλε, στοχάσου καλά, διότι έτσι μ' αυτόν τον τρόπο θα αφανισθής· διότι απόψε όταν ερχόμουν εδώ, ήκουσα ένα λόγον από τον αυθέντην, που μου έκαμε και ετρόμαξα πολύ διά την αγάπην που σου έχω.
Έως εκεί κατηρχόμην συχνά, κ' έβοσκα τας αίγας των καλογήρων, των πνευματικών πατέρων μου. Τας εύρισκα όλας πενηνταπέντε. Εάν έλειπεν άλλη κατσίκα, δεν θα παρετήρουν αμέσως την ταυτότητα, αλλά μόνον την μονάδα που έλειπεν αλλ' η απουσία της Μοσχούλας ήτον επαισθητή. Ετρόμαξα. Τάχα ο αετός μου την επήρε; Εις τα μέρη εκείνα, τα κάπως χαμηλότερα, οι αετοί δεν κατεδέχοντο να μας επισκέπτωνται συχνά.
Αλλά πρώτα πρέπει να σ' ευχαριστήσω ότι μ' έπνιξες, διότι τώρα δα μ' έκαμες αληθινά πλούσιον. Πώς ετρόμαξα όταν έπιπτα, και εσφύριξεν ο αέρας εις τ' αυτιά μου! Αλλά άμα έπεσα εις το νερόν, ο σάκκος ήνοιξε, και μία ωραία κόρη με κάτασπρα φορέματα και με πράσινα φύλλα επάνω εις τα βρεγμένα της μαλλιά, με επήρεν από το χέρι και μου λέγει: «Καλώς ήλθες, μικρέ Κλώσε. Χάρισμά σου αυτά τα ολίγα πρόβατα.
Μάθετε όμως ότι εν τω ναώ η Εστία αυτή ηνωρθώθη πλησίον ρου και μου είπε μυστικώς: «Ανάβαλε την αποδημίαν σου». Τούτο συνέβη τόσον έξαφνα, ώστε ετρόμαξα προς στιγμήν αλλά τώρα ευγνωμονώ τους θεούς διά την τόσον καταφανή προστασίαν των.
Δεν ετρόμαξα, δεν εκινήθην καθόλου· σμήνος ανεκφράστων σκέψεων, παραχθεισών εν εμοί εκ της θέας του ύφους, της στάσεως και του βαδίσματος του φάσματος, εισέρρευσαν με ορμήν εν τω εγκεφάλω μου, με παρέλυσαν, με απελίθωσαν, Την εθεώρουν ακίνητος, ενώ επί των σκέψεών μου εβασίλευε παράφορος αταξία και ανήσυχος ταραχή.
Έπειτα από κάμποση ώρα η Μέγιλλα, που είχε αρχίση να λυσσομανά, έβγαλε μια φενάκη πούχε στο κεφάλι της, τόσο καλά προσαρμοσμένην ώστε δεν διεκρίνετο, και παρουσιάσθη κουρεμένη σύρριζα σαν αθλητής από τους πλέον δυνατούς. Εγώ ετρόμαξα όταν την είδα. Αλλ' αυτή μου είπε• Έχεις ξαναϊδή, Λέαινα, ένα τόσο ώμορφο παλληκάρι; Αλλά δεν βλέπω, Μέγιλλα, της είπα, κανένα νέον εδώ.
— Τίποτε, εψέλλισεν ο Μάχτος αμηχανών. — Τρέχει τίποτε; — Όχι — Διατί ήλθες και έφυγες ευθύς; επέμενεν η Αϊμά. — Ήθελα να κόψω ένα λουλούδι, είπεν ο Μάχτος. — Δεν κόβεις όσα θέλεις; Και ο Μάχτος επανελθών εις τον κήπον έδρεψεν ίον τι. — Αυτό μόνον ήτον; είπεν η νεάνις. — Βέβαια αυτό. — Και μ' ετρόμαξες. — Σ' ετρόμαξα; όχι, Αϊμά. — Πώς όχι;
Με τας δύο χείρας τεταμένας προς τον Νίκον, τα δάκτυλα διεσταλμένα, τα χείλη ημιανοικτά, άφωνος, ωχρά, με τους οφθαλμούς ατενώς προσηλωμένους εις το πρόσωπον του Νίκου, εβάδισε κλονιζομένη προς τα οπίσω και εκάθισεν, ή μάλλον κατέπεσεν επί ενός καθίσματος. Ετρόμαξα! Ο λύχνος παρ' ολίγον να πέση εκ της χειρός μου. Ο Κ. Μελέτης έδραμε προς την αδελφήν του και ήρπασε την χείρα της.
Ήμουνα βουτηχτής και δεν ετρόμαξα ποτέ τα ψάρια τα άγρια. Και τώρα φοβούμαι πως τα βερεσέδια θα με φάνε. Η Θωμαή, ανίδεος κόρη από τα του κόσμου, γυνή μη γνωρίζουσα τίποτε άλλο από τα οικιακά έργα, τι να είπη, τι να συμβουλεύση. Ν' αλλάξη ο σύζυγός της εργασίαν; Αλλ' είχε κακοσυνηθίση πλέον εις τον καθιστικόν βίον ο Λαλεμήτρος.
Ερωτώ: — Δεν τρομάζεις συ, ακολουθών την οδόν ταύτην; — Κατ' αρχάς ετρόμαξα, αλλ' εις έκαστον επί τα πρόσω βήμα μου, ησθανόμην ότι προσετίθεντο εις τα νεύρα μου νέαι δυνάμεις. Άλλως τε, ποίος μου είπε να τρομάξω; Και εσκέφθην: οδός πεπατημένη κάπου οδηγεί. Λοιπόν εμπρός. Όμως ιδέ την ατραπόν εκείνην, την γεμάτην από αίματα· ακούεις κραυγάς; πρόσεξε μη απατηθής και πλησιάσης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν