United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι όταν πια ετοιμαζότανε να γυρίση στην πολιτεία ο Εύδρομος, κι άλλα όχι λίγα τούδωσε ο Δάφνης, μα κι ακόμη όσα δώρα μπορούσε να του δώση ένας γιδάρης· τυριά καλοπηγμένα· κατσικάκι όψιμο, γιδοτόμαρο λευκό και μαλλιαρό για να το φορή το χειμώνα, όταν τρέχη· κ' εκείνος χαιρότανε κ' εφιλούσε το Δάφνη και τούδινε το λόγο του πως κάτι καλό στον αφέντη θα ειπή γι' αυτόν.

Οι χωριανοί όλοι είχαν το νου τους στο φαγοπότι και στο ζεύκι τους και θαρρείς δεν τους έμελε για τίποτ' άλλο· σαν να μην ήξεραν τι ετοιμαζότανε στο σπίτι. Ένας μονάχα, παλληκάρι είκοσι χρονώ δεν ήθελε να ησυχάση και όσο έπινε τόσο περισσότερο αγρίευε. Είχε μυριστή τα πράγματα κ' έδειχνε μεγαλόφωνα τη δυσαρέσκεια του και το θυμό του.

Όταν όμως άραξε το βαπόρι κ' η μαμά ετοιμαζότανε να βγη, ο μικρός Σβεν έστεκε ορθός στην αποβάθρα με τη μεγαλήτερη ανυπομονησία και τα μάτια του ψάχνανε γύρω σα να κιντύνευε η ζωή του όλη. Κι όταν παρουσιάστηκε η μαμά, είτανε δύσκολο να πη κανείς ποιος είτανε πιο ευτυχισμένος, εκείνος που δεν περίμενε του κάκου εκεί ή η μητέρα που βρήκε το παιδί της να την περιμένη.

Την παράλλη μέρα, ενώ όλη η Αυλή του Βασιληά Μάρκου ετοιμαζότανε για την αναχώρησι από το Τινταγκέλ, ο Τριστάνος, ο Γκορνεβάλης, ο Καερδέν κι' ο ιπποκόμος του, φόρεσαν τους θώρακες, πήρανε τα σπαθιά και της ασπίδες τους, κι' από κρυφούς δρόμους τράβηξαν για τ' ωρισμένο μέρος. Μέσα από το δάσος περνούσαν δυο δρόμοι για τον Άσπρο Κάμπο.

Μα ο Θεός το κατέει πως α δε δουλεύγω και καματερές και σκόλες, δε θα προφτάνω να μπουκόνω τσαγάδες, να μαφήνουνε να ζω. Η Σιφογιάννενα είχε ανάψει φωτιά κ' ετοιμαζότάνε να μαγειρέψη. Δίπλα της στην πυροστιά ήτο ένα κιούπι, σκεπασμένο και δεμένο με πανί. — Κ' είντα χαζιρεύγεσαι να μαγερέψης; ρώτησε ο Σιφογιάννης. — Σύγλυνα . Αυτά που μούπεψε τσι προημερνές η συντέκνισα απού το Λασίθι.

Μερικοί μιλούσαν για της δουλιές τους μεγαλόφωνα, άλλοι σιγά ελέγανε τι ετοιμαζότανε στο σπίτι μέσα. Και αληθινά κάτι τι πολύ τολμηρό ετοιμαζότανε στο σπίτι. Αυτό, ανοιχτό στην αρχή, έπειτα εκλείσθηκε και σαν να μην έδινε σημείο πως ήταν μέσα του ζωή. Κλειστά τα πορτοπαράθυρα, και μόνο από της χαραμάδες εφαινότανε φως.

Αλλά κι εκείνη, η Βασίλισσα του Σαβά, δεν ήταν ευχαριστημένη… Η Νοέμι θα τον βαρεθεί κι εκείνη το χρυσό σταυρό της και θα θελήσει να φύγει μακριά, όπως η Λία, όπως η Βασίλισσα του Σαβά, όπως όλοι…» Αυτό όμως δεν του έκανε καμία έκπληξη πια∙ να πάει κανείς μακριά, πρέπει να πάει κανείς μακριά, σε άλλα μέρη, όπου υπάρχουν πράγματα σπουδαιότερα από τα δικά μας. Κι εκείνος ετοιμαζότανε για εκεί.