Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Κάλλιο στο καράβι παρά στο σπίτι μου!... Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μεσοκάναλα εκείνη τη νύχτα. Σπάνια νύχτα· πρώτη και τελευταία θαρρώ στη ζωή μου. Τι είχαμε φορτωμένο; Τι άλλο από σιτάρι. Πού επηγαίναμε; Πού αλλού από τον Πειραιά. Πράγματα και τα δυο που τα έκαμα το λιγότερο είκοσι φορείς. Μα εκείνη τη βραδιά αισθανόμουν τέτοιο πλάκωμα στην ψυχή που εκινδύνευα να λιποθυμήσω.

Μετά την λειτουργίαν θα επηγαίναμε εις το Χιώτικο Καφενείον, ς' το Καράκιοϊ, να μιλήσωμε με όλους τους μεγαλοπλοιάρχους τους Χιώταις, να ανταμώσωμε τους μεγάλους μεσίτας, να μάθωμε για της δουλειαίς πώς πάνε. Το δειλινόν πάλιν θα πηγαίναμε περίπατο πότε ς' την Αγία Βλαχέρνα, πότε ς' το Μπαλουκλή, να πιούμε αγίασμα, να ιδούμε και τα ψαράκια που είνε μισοτηγανισμένα.

Όχι· καλήτερα να 'ρθήτε κ' οι δυο. Τόρα η «Παντάνασα» έτρεχεν ολάρμενη στον Καβομαλιά. Επηγαίναμε ίσα στον Ποταμό για φορτίο. Το κύμα έτρεχε πίσω της παιγνιδιάρικο, εδροσόλουζε τα σμαλτωμένα πλευρά της, αρμονικά την ελίκνιζε. Ρίζι εσκόρπιζε το νερό η πλώρη της. Ο άνεμος εφούσκωνε τα ολοκαίνουρια πανιά, εκαμάρωνε τα σχοινιά, εσφύριζε στους μακαράδες, στις στραλιέρες, στις μούδες.

Γιατί επήδησα στο μπάρκο; γιατί εφώναξα «παιδιά εδώ»; Κ' εγώ δεν ξεύρω. Είδα πως ήταν γερό εκείνο; έλπισα πως θα εσωνόμαστε με αυτό; Τίποτα δεν είδα, τίποτα δεν έλπισα. Στη φωνή μου επήδησαν και οι άλλοι στο μπάρκο και ο καπετάνιος υστερνός. Και απάνω στην ώρα· πέντε λεφτά αργότερα όλοι θα επηγαίναμε στον πάτο. Γιατί από το αδιάκοπο τίναγμα ήρθε μία στιγμή κ' εχωρίστηκαν τα καράβια.

«Ο πάτερας σου ήτανε ταχυδρόμος και εγώ ταχυδρομικός σκύλος» είπεν ο Αγιόλας· «επηγαίναμε με την ταχυδρομικήν άμαξαν εκείθε και εδώθε και γνωρίζω και σκύλους και ανθρώπους πέρα από το βουνό. Δεν ήτο δουλειά μου να λέγω πολλά· τώρα όμως θα σου 'πω κάτι περισσότερον από άλλοτε, επειδή επί μακρόν χρόνον βέβαια δεν θα ομιλήσωμεν ο ένας εις τον άλλον.

Αλήθεια; Εγώ και πρωτήτερα θα σου το έλεγα, είπεν η Αϊμά. — Πώς; γνωρίζεις εσύ τους δρόμους; είπε με σκληρόν τόνον ο Πρωτόγυφτος. — Δεν τους γνωρίζω, αλλά δεν ξέρω πώς μου εφάνη πως είμεθα πολύ μακρυά από το χωριό μας. — Α! έκαμε πτοηθείς ο Γύφτος. Και πώς εκατάλαβες ότι είμασθε μακρυά; — Έτσι μου εφάνη. — Έχεις λάθος, πρωτήτερα επηγαίναμε πολύ καλά, κορίτσι μου. Τώρα όμως . . . — Τώρα;

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν