United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια που είξερε από υφάσματα επήγαινε και εδιάλεγε από παντού, τα έφερνε στο σπίτι του και τα έδινεμε χρήματα, εννοείταιστους φίλους του. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Χαίρω πολύ που σας εγνώρισα, για να έχω ένα μάρτυρα πως ο πατέρας μου ήταν αριστοκράτης. ΚΟΒΙΕΛ Θα το διακηρύξω σ' όλο τον κόσμο. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θα με καθυποχρεώσετε. Και σε τι χρωστώ την επίσκεψί σας;

Όλη η συνοδεία τότε δεν ήθελε να πεισθή ότι ο νέος εκείνος δεν το έκαμεν επίτηδες, διά να τους εκπλήξη. Και όμως ιδού τι είχε συμβή. Ο εύρωστος όνος, εννοήσας, φαίνεται, την αδυναμίαν του αναβάτου, το είχε παρακάμει την φοράν ταύτην, αφού μάλιστα ήτο και ανήφορος εις την επιστροφήν. Δεν ήθελεν απολύτως να βαδίση. Επήγαινε με βραδύτητα χελώνης.

Δεν επήγαινεν ο κυρ-Μιχάλης την Ανάστασιν εις την ενορίαν των, δεν επήγαινε και η κυρά-Μιχάλαινα· αλλ' ηναγκάζετο, την ιεράν και φωτοφόρον Νύκτα, να μεταβαίνη μακράν, πολύ μακράν, αγνώριστος, εις τον άγιον Αθανάσιον, εις την Πέτραν. Διά τούτο το έτος εκείνο ήτο καταχαρούμενη.

Τότες άρχεψε να ψευτίζη και την τέχνη του λίγο ο Ζώης, για να κερδαίνη πλιότερα. Η λεχωνιά όμως της γυναίκας του δεν επήγαινε καλά. Είχεν ανάψει θέρμη βαριά 'ςτό κορμί της, κι' οι γιατροί πούχε καλέσει ο Ζώης, οι καλλύτεροι γιατροί των Γιαννίνων, έφευγαν από το σπίτι του με κατεβασμένα φρύδια. Κάποτε κι' όλας φανέρωσαν σε κάποιον 'ςτή γειτονιά ότ' η λεχώνα κιντύνευε.

Όμως ακόμα πιο πολύ τον αγαπούσ' εκείνη· έτσι, κι όταν επήγαινε στην κλίνη της μ' αγάπη, εμπιστευόταν θαρρετά το θρόνο του στους γυιούς του.

Έτρεμαν τα πηγούνια τους. Ίδρωνε και ξίδρωνε το σουφρωμένο μέτωπό τους. Έφριξαν οι ψαρές τους τρίχες αγριεμένες. Ολόσωμοι έτρεμαν. Και όλο και στο μουστάκι το χέρι. Όχι λόγια! Ο Κυρ-Σταρός ο γερογραματικός μάλιστα, χήρος ο καημένος ξερομαχημένος, βλέπεις, γερολιχουδιάρης πιο πολύ από τους άλλους, επήγαινε να λυώση σαν τάδολο κερί. Άρχισε κιόλα να τα φέρνη βόλτα.

Εάν ο Θησεύς, όταν επήγαινε από την Τροιζήνα εις τας Αθήνας, δεν εφρόντιζεν από καλωσύνην του να ξεπαστρέψη τους κακούργους και εξηρτάτο το πράγμα από σε και από την πρόνοιάν σου, ο Σκύρων, ο Πιτυοκάμπτης, ο Κερκυών και οι άλλοι λησταί θα εξηκολούθουν να ζουν και να διασκεδάζουν, θανατόνοντες τους διαβάτας.

ΧΗΝ. Με ποίον άλλον παρά με τον Αχιλλέα τον υιόν της Θέτιδος και του Πηλέως; Τόσον ωραία σου επήγαινε η περικεφαλαία και η φοινικίς και τόσον η ασπίς άστραπτε.

Κ' έταζε λαμπάδες στην Τηνιακιά, επήγαινε ξυπόλυτη στα εξωκλήσια, εδιάβαζε τα ρούχα μου κ' εστηθοχτυπιόταν μερόνυχτα για να πείση τους αγίους να με φέρουν στα λογικά μου. — Τι τα πας, τι τα γυρεύεις Μαριώ· της λέγω μιαν ημέρα. Ούτε τάματα ούτε οι άγιοι ωφελούν στην αρρώστια μου. Εγώ είμαι παιδί της θάλασσας. Με κράζει και θα πάω. Θέλεις τόρα θέλεις αργότερα θα γυρίσω πάλι στην τέχνη μου.

Επήγαινε πάντα μοναχός, εμιλούσεν, εχειρονομούσε πότε δυνατά και ωργισμένα, πότε κουφά και φοβισμένα σαν να ήταν συνωμότης του εαυτού του. Και κάθε ηλιοβασίλεμα εξεκινούσεν από το σπίτι του που ήταν στη Χηρόλακκα ψηλά, εγλύστραγεν αμίλητος στην αγορά, εκατέβαινε στο λιμάνι, έστεκε κατάνακρα στ' ορθολίθι, εκύταζε τη θάλασσα. Εκύταζε κάπου μισή ώρα.