Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Εις το σπίτι σπανίως η Πηγή έμενε μόνη· ο είς εκ των δύο δράκων συνέβαινε να είνε πάντοτε σχεδόν εκεί· ή ο γέρων με την τουρλωτήν φέσαν ή ο νέος με την κατηφή μορφήν. Ο Μανώλης δεν ετόλμα πλέον να εισέλθη χωρίς να είνε βέβαιος ότι η Πηγή ήτο μόνη. Οσάκις δε παρεμόνευσεν υπό το παράθυρον, πάντοτε συνέπεσε νακούση την φωνήν του Θωμά ή του Στρατή και απήρχετο περίλυπος ή βλασφημών.

Τρεις ημέρες υστερώτερα, εσυναπάντησα ένα καραβάνι από πραγματευτάδες που επήγαιναν εις την Αίγυπτον, και ανταμωνόμενος με αυτούς ήλθα εκεί· εις την οποίαν ευρέθηκα στενεμμένος διά να μάθω τον υφαντήν διά να ημπορέσω να ζήσω.

Μη την λατρεύης · άφες την, αν είναι και ζηλεύη· πρασινοκίτρινην θωριάν η φορεσιά της έχει, και μοναχά εις τους τρελλούς ταιριάζει · πέταξέ την! Είν' η αγάπη μου εκεί· η δέσποινα μου είναι. Ω! ας το ήξευρε! — Λαλεί. — Όχι·δεν είπε λέξιν αλλά το μάτι της λαλεί. Απόκρισιν θα δώσω. Πλην υπερηφανεύθηκα· δεν ομιλεί εμένα.

Αλλ' η διαρπαγή εγένετο κακή, και επλεόνασεν εδώ, και έλειψεν εκεί· ο δε λεγόμενος νομοθέτης εσκέφθη, ουχί πώς να διανείμη εξ ίσου, αλλά πώς να περιφρουρήση το πλεόνασμα, — διότι το αρκούν και φυσικόν δεν έχει ανάγκην φρουρού· αφ' εαυτού φρουρείται.

και σχήμα και πρόσωπον ευγενές τέκνων ευδαιμονοίτον, αλλ' εκεί· τα δ' ενθάδε πατήρ αφείλετ'· ω γλυκεία προσβολή, ω μαλθακός χρως πνεύμα θ' ήδιστον τέκνων. Χωρείτε χωρείτ'· ουκέτ' ειμί προσβλέπειν οία τ' ες υμάς, αλλά νικώμαι κακοίς.

Μπαμμπουμ εδώ· μπαμμπουμ! εκεί· φωνές, αντάρες, γέλοια, κακό! η χαρά ξεχείλιζε. Οι κολλήγοι πλάκωναν μπουλούκιαμπουλούκια παστρικαλλαγμένοι και καλόκαρδοι. Φέρνανε σφαχτά, φέρνανε ψωμιά, κουβαλούσαν φορτώματα κρασί ξεδιαλεγμένο. Μερικοί ωδηγούσαν βόδια ζωντανά, ταύρους άζευτους κι αμουνούχιστους· άλλοι άλογα βαρβάτα· άλλοι κριάρια χρυσοκέρατα.

Όταν ανέβηκαν, αρχινάει ο παπάς να ψέλνη, κι αρχινάει να ξορκίζη και να διαβάζη της Παναγιάς τους ήχους. Καμιά φορά έφτασαν στη βάρδια. Μπροστά ο παπάς, πίσω οι χωριανοί, ξεφράζουν την ποριά και μπαίνουν με τρόμο φοβερό στου πύργου το περβόλι. Κάνουν έτσι, ψάχουν εδώ, ψάχουν εκεί· τηράνε σε μια συκιά αποκάτου· τι να ιδούνε! το μαβρο-Λίακα τον άμοιρον, ξαπλωταριά χάμω, ξανάστροφα!

Εμπρός, ως που να έβγουν οι πάτοι των υποδημάτων σου αυτών, και να μην έχη πού να πατήση η νοστιμάδα σου.... ΡΩΜΑΙΟΣ Διά να ξεπατώση το πνεύμα σου . ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Βοήθεια, Μπεμβόλιέ μου, κ' εχάθηκα! Αι; δεν είναι καλλίτερα έτσι παρά να μου βογκάς από έρωτα; Τώρα μου αρέσεις· τώρα είσαι ο Ρωμαίος οπού θέλω. ΡΩΜΑΙΟΣ Κύτταξ' εκεί· τι είναι αυτό που έρχεται; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Ένα πανί! ένα πανί!

Να το ήξερες, καϋμένη μάνα και ν' άναβες ένα κερί στον Αϊνικόλα! εσκέφθηκα. Τρέχω να εύρω τον δρόμο του αστραπόβολου, γυρίζω στα κατάστρωμα, πασπατεύω εδώ, ψαχουλεύω εκεί· τίποτα δεν βλέπω. Οι ναύτες ολόγυρά μου με τα χάλκινα σκεύη νεκρά τόρα στα χέρια τους, πανιασμένοι εγύριζαν αρκουδίζοντας, έπιαναν τα σανίδια, εψηλαφούσαν τις κουπαστές με αγωνία θανάσιμη.

Εστάθηκε τυχερός στη θάλασσα, την ετρύγισε καλά, ηύρε την εποχή, επούλησε το μπάρκο τον «Άγιο Στέφανο» αγόρασε ξεροχώραφα και τα έκαμε περιβόλι· εμούτζωσε για πάντα το ταξείδι. Την άλλη την ημέρα δεν έφυγα όπως είχα σκοπό· ούτε την άλλη. Ούτε αποβδόμαδα. Δεν ξεύρω τι μ' εκράταγ' εκεί· δουλειά δεν είχα.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν