Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Παρ' ολίγον να προδοθή ο πονηρός, διά το προηγηθέν επεισόδιον του ναΐσκου, διά τούτο εις το πάλιν εδάγκασε την γλώσσαν του. Τωόντι. Η σκούνα, την οποίαν εις το βουνόν είχε παρατηρήσει η συνοδός της γραίας, είχε καταπλεύσει, κυβερνωμένη υπό του αγνοουμένου υιού του μακαρίτου καπετάν-Τσούρμα-Παπαργυρού και ηγκυροβόλησε κάτω από το μέγαρον.

Την εσπέραν όμως εκείνην είχα τα νεύρα μου και αντί να γελάσω δεν απηξίωσα να εκδικηθώ αποκρινόμενος. — Δεν ενθυμούμαι να έκαμα ποτέ τοιαύτας ομιλίας εις καμμίαν νέαν. Η κ. Κλεαρέτη εδάγκασε το χείλος της και μου εγύριοε την ράχιν· η φράσις της όμως «έκαμεν εργολαβίαν με όλον τον κόσμον και εξακολουθεί μετά τον γάμον της τα ίδια» δεν έπαυε ν' αντηχή εις την ακοήν μου ως συριγμός εχίδνης.

Αλλά τούτο συνέτεινε μάλλον εις μείζονα ατυχίαν του Θευδά, διότι ο Μάχτος είχε μεν σταθή με τους πόδας, αλλά με τας χειρονομίας έκαμνε τόσον θόρυβον, προσκαλών τον Θευδάν να φθάση το ταχύτερον, ώστε ο δυστυχής εκείνος εδάγκασε τρις την γλώσσαν του, και έπαθεν αιμορραγίαν της ρινός. Τέλος τον έφθασε και τω υπέδειξε την οδόν, και τότε ήρχισε νέος αγών αθλητικού δρόμου.

Τι έχεις; Σ' εδάγκασε; — Πονώ πολύ, επανέλαβε κλαυθμυρίζουσα. Ο Σκούντας ηγωνίζετο ναπομακρύνη τον Χόμο, όστις επί ταις απειλαίς και ταις χειρονομίαις αυτού υπεχώρησε δύο ή τρία βήματα, και επανήρχετο πάλιν εις την έφοδον. Οι γαυγισμοί δε αντήχουν εις την βαθείαν φάραγγα. Τέλος ο Σκούντας κατώρθωσε διά βροχής λίθων και βώλων γης, να τον απομακρύνη.

Πριν ή σημάνη τον κώδωνα αυτού ήνοιξεν η Λάμια κατά το σύνηθες την θύραν του κοιτώνος της διά να παρατηρήση αν ήσαν εν τάξει τα πάντα, και ιδίως τα αυριανά της στολίδια. Αλλ' εις το μέσον της κλίνης υψώνετο θεόρατος και ολοστρόγγυλος ο λόφος, ο σημαίνων ότι το τρισκατάρατον ζώον εύρε και πάλιν τρόπον να χωθή υπό το σκέπασμα. Η Αλβανή εδάγκασε το χείλος της και εκύτταξεν ημάς αγρίως.

Στο αίμα βουτημένος όπως ήταν, μαγριεμένο ανάβλεμμα, με μαλλιά αναφουφουλιασμένα αναπήδησ' ορθός. Εγούρλωσε το φοβερό του μάτι· εδάγκασε στα δόντια ματωμένο το μαχαίρι του. Ρίχτηκαν, σαν τα κοράκια στο κάρμα, οι άλλοι τόρα οι μακελάρηδες με τα κοντά μαχαίρια τα πλατιά. Ο ένας τράβαε το πόδι· άλλος τα κέρατα έσερνε· τρίτος να το ξεκοιλιάση επάλεβε, τα κοιλόμπουχά του να χύση.

Και ο μεν νεκρός απέθανεν εκ της πληγής, ο δε ιατρός ελιποθύμησεν εκ του φόβου. Ο καρδινάλιος Σπινόζας, ουχί ο φιλόσοφος, αλλ' ο υπουργός του Φιλίππου Β' της Ισπανίας, υποληφθείς κακείνος ως νεκρός και ανατεμνόμενος, εδάγκασε την χείρα του μαχαιροφόρου ασκληπιάδου.

Πρώτα ο Θεός, να πωλήσω εις την Τήνο από δυο και τρεις δραχμάς την μία, της πεντακόσιες εικόνες μόνονΔιεκόπη αίφνης, Τω ήλθε διάθεσις πάλιν να εκφώνηση «όξω φτώχια», αλλά συλλογισθείς τα παθήματά του, εδάγκασε την γλώσσαν του και εσιώπησεν.

Χθες οι στρατιώται μου ήκουον να λέγεται μεταξύ του πλήθους, ότι πρέπει να αναγορευθή αυτοκράτωρ είς άνθρωπος ως ο Θραπεύς. Ο Νέρων εδάγκασε τα χείλη του. — Λαός ακόρεστος και αγνώμων! Έχουν αρκετόν σίτον και αρκετήν θερμήν τέφραν διά να ψήσουν τους πλακούντας των τι τους χρειάζεται ακόμη; — Η εκδίκησις!! απήντησεν ο Τιγγελίνος. Πάντες εσιώπησαν.

Ο Μανώλης όμως εφοβήθη ότι αν όχι ο Στρατής ίσως, η Πηγή θα ήκουσε τίποτε και όταν πάλιν εφάνη η μορφή του παιδίου εις τον ανηφοράν εδάγκασε τον λιχανόν του και εξετόξευσε προς τα επάνω με το βλέμμα τοιαύτην απειλήν, ώστε το παιδίον δεν ετόλμησε να επαναλάβη τους χλευασμούς.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν