Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Είχεν ολόγυρά του πότε δεκαπέντε και πότε είκοσι χιλιάδες παλληκαράκια αρβανιτόπουλα, κ' ενίκαε πάντα κ' εσκόρπαε κάθε βολά στρατέμματ' ακέρια από εκατό και διακόσες χιλιάδες οχτρούς. Είχε καταντήσει το σκιάχτρο κ' η φοβέρα των Σουλτάνων. Είχε βρη απόγωνο κι ίσκιο αποκάτου από την πάλλα του η χριστιανοσύνη.

Φεύγοντας ο παπάς, μάννα και γυιός γύρισαν και κάθησαν στο κατάφορτο τραπέζι από φαγητά, για να φαν, αλλά ούτε η μάννα, ούτε το παιδί έκαναν το σταυρό ν' αρχίσουν να φαν, σαν κάποιον να περίμεναν, που είταν η θέση του αδειανή στο κεφαλοτράπεζο, εικοσιπέντε ακέρια Χριστούγεννα, κι' άλλους τόσους Άη-Βασίληδες, κι' άλλες τόσες Λαμπρές, κι' άλλους τόσους Άη-Γεώργηδες....-Είκοσι πέντε χρόνια ξενιτειά, είκοσι πέντε χρόνια μάρα και θλίψη, και δάκρυα και κακολογίες δεν είταν μικρό πράμμα για την καημένη την Τασιούλαινα... Είκοσι χρονών είταν όταν παντρεύτηκε τον Τασιούλη, παλληκάρι είκοσι πέντε χρονών, και δυο-τρεις μήνες ύστερα από το γάμο της ο Τασιούλης της ξεκίνησε για τη Βλαχιά με τον Ρόβα τον αγωγιάτη, κι' από τότε ούτε γράμμα, ούτε αντιλογιά... Όταν γέννησε το Γεωργάκη της ο κόσμος λογάριαζαν στα δάχτυλα τους μήνες,.... αλλά δεν έβγαζαν εκείνο πούθελαν, γιατί είταν εννιά μήνες παρά δέκα ακέριες μέρες, αφόντας είχε φύγει ο Τασιούλας, κι' ο Γεωργάκης, όχι εφταμηνίτικο, αλλά είταν και παράειταν στον καιρό του, ένα παιδί σα σαραντισμένο με τα μαλλιά μια παλάμη μακρυά στο κεφάλι του.

Τρία και δύο πέντε, και πέντε, δέκα, και δέκα είκοσι. Εξήντα τρία φράγκα, τέσσερα σόλδια και έξη δηνάρια. Ώστε λοιπόν αυτόν τον μήνα επήρα ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξη, επτά, οκτώ γιατρικά, και ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε έξη, επτά, οκτώ, εννέα, δέκα, ένδεκα, δώδεκα κλύσματα· και τον περασμένο μήνα είχα πάρει δώδεκα γιατρικά και είκοσι κλύσματα.

Αι άλλαι φυλαί είναι οι Πανθιαλαίοι, οι Δηρουσιαίοι, οι Γερμάνιοι, φυλαί γεωργικαί, έπειτα οι Δάοι, οι Μάρδοι, οι Δροπικοί, οι Σαγάρτιοι, φυλαί νομάδες. Όταν συνηθροίσθησαν όλοι με τα δρέπανά των, καθώς διετάχθησαν, ο Κύρος τοις είπε να εκχερσώσωσι την ημέραν εκείνην ένα τόπον της χώρας ακανθώδη δεκαοκτώ ή είκοσι σταδίων τετραγωνικών.

Έπλευσε δε και ο Χαλκιδεύς εκ της Χίου εις την Τέων μετά τριών και είκοσι πλοίων, ενώ ο στρατός της ξηράς των Κλαζομενίων και των Ερυθραίων ηκολούθει κατά μήκος της παραλίας. Ειδοποιηθείς εγκαίρως ο Στρομβιχίδης εσήκωσε την άγκυραν και έπλευσε προς το πέλαγος· αλλ' ιδών το πλήθος των πλοίων, τα οποία ήρχοντο εκ της Χίου, έφυγε προς την Σάμον. Οι εχθροί τον κατεδίωξαν.

Οι εν τω Μετοχίω αφήσαντες τους Τούρκους να πλησιάσωσιν έως είκοσι βήματα, τους ετουφέκισαν ταυτοχρόνως· οι Τούρκοι όμως διά ν' αποφύγωσι την εκ των Ελληνικών όπλων φθοράν, εξαπλώθησαν κατά γης, περιμένοντες την κατάπαυσιν διά να ανανεώσωσι την έφοδον. Αλλ' οι Έλληνες, αφ' ού εις ολίγην ώραν είδον ότι οι εχθροί δεν επροχώρουν, εξέρχονται από τους προμαχώνας των και εφορμούν κατ' αυτών.

Έμαθα να σκαλίζω τις κιτριές, να κλαδεύω το αμπέλι, να οργώνω το χωράφι. Να κόβω το φθινόπωρο τα κίτρα, να τρυγώ τον Αύγουστο τα σταφύλια, να θερίζω τον θεριστή τα στάχια. Είχα πενήντα τάληρα τον χρόνο από το κίτρο, είκοσι από το κρασί, από το σιτάρι σαράντα· χωριστά ο σπόρος και η φάκνα του σπιτιού. Πρώτη φορά που είδα ζωντανή στα χέρια μου την αμοιβή.

Δεν 'σου περιγράφω λεπτομερώς τα του χειμώνος μας, διότι τι νέον δύνανται να αναγγείλωσιν οι δύο μόλις βαθμοί ψύχους, τους οποίους εζήσαμεν ημείς, εις τους είκοσι, τους οποίους έζησες συ; Τα συνάχιά μας και τους βήχας μας και τας πορφυράς μας ρίνας τα είχατε, υποθέτω, και σεις πολύ αφθονώτερα και ποικιλώτερα, και ουδεμίαν επομένως θα έχης διάθεσιν να μάθης, ποσάκις επταρνίσθην κατά τον παρελθόντα μήνα, και πώς βασανίζομαι να θεραπεύσω τας χιονίστρας των χειρών μου.

Παυσανίας δε ο Κλεομβρότου απεστάλη εκ Λακεδαίμονος με είκοσι πλοία της Πελοποννήσου ως στρατηγός των Ελλήνων· συνέπλευσαν δε και οι Αθηναίοι με τριάκοντα πλοία και πολλούς άλλους συμμάχους.

Μα κι ο Γότθος γαμπρός του βασιλέα Θεοδάτου, που κατέβηκε με στρατό να τονέ χτυπήση, παραδόθηκε και κείνος. Και τόσο λαφιασμένοι είταν οι Γότθοι, που κι ο ίδιος ο βασιλέας τους άρχιζε και κρυφομηνούσε του Ιουστινιανού πως είναι έτοιμος να παραδοθή, σώνει να παίρνη χρονιάτικο. Χτύπησε τότες ο Βελισάριος τη Νεάπολη, Γότθους γεμάτη, και σε είκοσι μέρες μέσα έπεσε κ' η Νεάπολη.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν