Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουλίου 2025


Διάβασα κάτι μικρά του ποιήματα στην Εστία, είναι τώρα κανένας μήνας. Να το νύχι, να και το λιοντάρι. Ο Δροσίνης ένα ρομάντσο να μας κατάφερνε, δε γίνεται, θα είτανε ρομάντσο από μάστορη καμωμένο.

Σκηνή: Η βιβλιοθήκη ενός σπιτιού στο Piccadilly, που βλέπει το Green Park. ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Τι βιβλίο είναι; Α! το είδα. Δεν το διάβασα όμως ακόμα. Είναι καλό; ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Να, εκεί που έπαιζες εσύ πιάνο, το ξεφύλλισα διασκεδάζοντας, αν και κατά κανόνα δεν μ' αρέσουν τα νεώτερα βιβλία αναμνήσεων.

Ρίχτηκε με τάλογό του μέσα στο σίφουνα κι άδραξε την αθανασία. — Δε διάβασα τέτοιο θάνατο πουθενά. — Δε διάβασες γιατί δεν έγινε. Ζη ο Βασιλιάς μας, ζη και μας προσμένει! φώναξε η κόρη με αστραφτερά μάτια σαν προφήτισσα. — Το πιστεύεις; — Το πιστεύω! βέβαια και το πιστεύω αφού στο λέω.

Κι' άλλος τον έλεγε Άι Γιώργη κι άλλος Άι Δημήτρη, άλλος αρχαίον έλληνα κι' άλλος στρατιώτη παλιό της Φραγκιάς και της Φλάντρας. Αφού διάβασα την επιγραφή της εγώ, την εξανακύτταξα μια φορά πάλι καλλύτερα την εικόνα και ρώτησα τον καφετζή τον Αζώηρο, πού την είχε βρη.

Διάβασα μερικές αράδες, μετά το πήρα από το ντουλάπι, σήμερα…. Είναι δικό μου, είναι της μητέρας μου, είναι δικό μου… Δεν αξίζει σ’ αυτό το γράμμα να βρίσκεται εκεί…» «Τζατσίντο! Δώστο μουείπε ο Έφις απλώνοντας τα χέρια. «Δεν είναι δικό σου! Δώστο μου: θα το επιστρέψω εγώ στις κυράδες μου.» Ο Τζατσίντο όμως έσφιγγε το γράμμα μέσα στα χέρια του και κουνούσε το κεφάλι.

Είταν όμως αρκετά δυνατή ώστε να μας χαρίση πρι να φύγη ένα λόγο, που μπορούσαμε να τον θυμούμαστε και να ζούμε μ' αυτόν. Η αγάπη της είτανε δυνατότερη από το θάνατο. Ας είναι ευλογημένη. Άνοιξα το γράμμα, που βρήκα απάνω απάνω στο κομό των παιδιάτικων χρόνων μου, εκεί μέσα στο άδυτο του Σβεν. Και διάβασα τα παρακάτω: «Είπα πολλές φορές πως θα πεθάνω, μια φορά όμως θα γίνη.

Αμέσως την άνοιξα κι αμέσως πήγε το μάτι μου σ' ένα μέρος που είτανε λόγος για ζηλοτυπία . Πολύ μου άρεσαν όσα διάβασα για τη ζηλοτυπία· είχαν κάμποση νοστιμάδα, είταν και γεμάτα ξυπνητάδες. Να σου πω την αλήθεια, δε νοιώθω γρυ από ψυχολογία· μην προσμένης να σου αραδιάσω φιλοσοφίες και σοφίες. Θυμήθηκα όμως, εκείνη την ώρα, δυο μου φίλους, δυστυχισμένους και τους δυο.

Σκυμμένο είταν το πρόσωπό της, λυπητερά κοίταζε κάτω στο χώμα και δε μ' έβλεπε. Άμα βρέθηκα κοντά της, σηκώθηκε. — Αχ! Πάλμο μου, εσύ είσαι; Έλα, έλα να σου μιλήσω. Καλά που έρχεσαι! Έλα να σου δείξω ένα γράμμα που μου έφεραν το πρωί, σήμερα το πρωί. Δεν ξέρω τι μου γίνεται. Έχω ζάλη. Δεν έπρεπε να το διαβάσω αφτό το γράμμα. Άσκημα έκαμα που το διάβασα και θέλω να με μαλλώσης. Αχ!

Σήκωσε τέλος τα μάτια του και κύτταξε την κόρη με φανερή απογοήτεψη. — Ξέρεις τι συλλογιέμαι; τη ρώτησε. — Τι; — Τα χρόνια πόχασα... Όλα όσα μου διάβασες τα διάβασα, θυμούμαι κ' εγώ σαν ήμουν παιδί. Μα ξέρεις πώς μου φαίνονταν; μου φαίνονταν... πώς να στο ειπώ;... να, βιβλία!... Από την άλλη μέρα άρχισε να συχνομπαίνη και στο γραφείο τ' Αρχαιολόγου.

Έπειτα η Αϊμά, κατά τας μακράς εκείνας ώρας της αυχμηράς μοναξιάς, ας διήγεν εν τη ειρκτή, έμελλε να εύρη έργον και ψυχαγωγίαν τινά εις την προσπάθειαν ταύτην. Απήντησε λοιπόν εις την ερώτησιν του Τρέκλα·Ειπέ του Μάχτου ότι είμαι καλά, και τον περιμένω. — Άλλο τίποτε; — Και ότι το γράμμα του δεν το διάβασα ακόμα. — Καλά. — Και τον ευχαριστώ. — Πολύ καλά, είπε μορφάσας ο Τρέκλας.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν