Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Τι κλωνισμό που αισθάνονταν εκείνη τη στιμή μέσα στα τρίσβαθα της καρδιάς της! Όταν η καρδιά κολυμπάη σε πέλαγο ιερής λύπης, η ψυχή βρίσκεται σταυροχεριασμένη μπροστά στον Πλάστη της! Ο Γιάννης, για να σκορπίση τη λύπη της, είπε, προσπαθώντας να κρύψη κι' αυτός τη συγκίνηση του και τα δάκρυα του: — Δε μας φέρ'ς να φάμε, μάννα;

Και η Μάρω εξηκολούθει κλαίουσα απαρηγόρητα και φωνάζουσα αδιακόπως, ως ο Γκιώνης μετά τον άδικον θάνατον του αδελφού του: — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . . Η Κυρά Ρήνη, η μήτηρ της, εφαίνετο αδιάφορος εις του Γιάννου την απουσίαν και της Μάρως τα δάκρυα.

Οι επικοί, έλαβον την βαρύηχον σάλπιγγα, οι υμνογράφοι την θείαν έμπνευσιν, οι τραγικοί, τα δάκρυα, οι βουκολικοί, τους στεναγμούς του Ζεφύρου και των ποιμενίδων, οι ρήτορες τα σοφίσματα και οι ιστοριογράφοι, ολόκληρον το ανθρώπινον γένος ως βοράν· εις δε τους σατυρικούς, διά τους οποίους δεν έμενε πλέον τίποτε εις τον πάτον του καλαθιού, εδόθη ως αποζημίωσις η άδεια να παρηγορώνται, περιπαίζοντες τα πάντα.

Έμαθα πως παντρεύγεσαι ... με τον Ανεγνώστη τον Τερερέ. Η Πηγή ανέκοψε το βήμα και ωχροτάτη τον ητένισεν· αλλά το μειδίαμα το οποίον είδεν εις το πρόσωπον του Σαϊτονικολή επανέφερε διά μιας το χρώμα της ζωής εις την μορφήν της. Δεν είπε τίποτε, αλλ' εις τα μεγάλα της μάτια ανέβλυσαν δάκρυα. Ο δε Σαϊτονικολής δεν ηθέλησε να παρατείνη την αγωνίαν της. — Για πε μου δεν τονε θες τον Ανεγνώστη;

Ήταν τα στριφογυρίσματα του κλειδιού της πόρτας του σπιτιού και τα πατήματα του Λάμπρου και της Βασίλως, οπώφευγαν από τα χώματά τους δίχως μιλιά, δίχως δάκρυα. Ο δρόμος, λιθοστρωμένος κάπου κάπου από τον καιρό τ' Αλήπασ' ακόμα, ακολουθάει την ποταμιά κι ανεβαίνοντας κατά τη Λάκκα πέφτει μέσα στα βάθη των Στενών του Σουλιού.

Αχ! κάμνω όμως ό,τι δύναμαι· ενδύονται, τρέφονται, και ό,τι είναι καλύτερον από όλα αυτά, καλοκοιτάζονται και αγαπώνται. Αν ηδύνασο να ιδής την ομόνοιάν μας, αγαπητή αγία, θα εδόξαζες με την πιο ζωηρή ευχαρίστηση τον Θεόν, τον οποίον με τα τελευταία πικρότατα δάκρυα παρακαλούσες για την ευδαιμονία των παιδιών σου. Αυτά είπε! Γουλιέλμε, ποιος μπορεί να επαναλάβη ό,τι εκείνη είπε!

Ο βαστάζος έκανε όπως τον διέταξε, αλλά όπως οδηγούσε το σκυλί προς την Ζωηδία αυτό έβγαλε διαπεραστικά ουρλιάσματα και την κοίταζε ικετευτικά. Όμως η Ζωηδία δεν του έδωσε καμία σημασία και μαστίγωσε το σκυλί, μέχρι που έμεινε ξέπνοη. Μετά πήρε την αλυσίδα από τον βαστάζο και σηκώνοντας το σκυλί στα πίσω του πόδια κοιτάχτηκαν στα μάτια με λύπη, ενώ δάκρυα άρχισαν να πέφτουν και από τους δυο.

Ευχαριστηθείς άλλως τε, διότι ο Χίλων τον είχεν εννοήσει με ολίγας λέξεις, είπε: — Λοιπόν! θα προσθέσω ολίγας γραμμάς διά να σφογγίσουν τα δάκρυά σου. Φέρε μου την λυχνίαν. Ο Χίλων καθησυχάσας ήδη εντελώς, ηγέρθη και εξεκρέμασεν από τον τοίχον μίαν από τας ανημμένας λυχνίας.

Είδεν εαυτήν μόνην και εγκαταλελειμμένην εν μέσω του σκότους της νυκτός, και τρόμος επάγωσε την καρδίαν της· ενθυμήθη πόθεν και πώς ευρέθη εκεί, ανελογίσθη την φοβεράν της τύχην, ανέπλασεν εν φρίκη το απαίσιον μέλλον της, και αναίσθητος προς τα κύκλω θέλγητρα της θερινής νυκτός, απαθής προς την περιβάλλουσαν αυτήν μαγείαν της φύσεως, ανελύθη εις δάκρυα και έκλαυσε πικρώς.

Ω στήθος προσφιλές και παρειαί και ξανθή κόμη ! Εις ποίαν δεινήν συμφοράν μας έφερεν η Τροία και η Ελένη ! Παύω τους λόγους, διότι ορμώσιν ακάθεκτα εις τους οφθαλμούς μου τα δάκρυα μόλις σε ήγγισα. Είσελθε εις τα δώματα. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Συγγνώμην, κόρη της Λήδας, ότι, μέλλων να δώσω την κόρην μου εις τον Αχιλλέα, συνεκινήθην τόσον.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν