Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Πλην πάραυτα το πρόσωπόν του ηθρίασε και την αυτήν εσπέραν απήντησεν εις τον Βινίκιον τα εξής: «Ευφραίνομαι διά την ευτυχίαν σας, προσφιλέστατε, και θαυμάζω την μεγάλην σας καρδίαν· δεν εφανταζόμην ότι δύο ερωμένοι θα ηδύναντο να ενθυμηθώσιν οιονδήποτε πράγμα, και μάλιστα φίλον μεμακρυσμένον.

Την στιγμήν εκείνην ο Χίλων έσυρε τον Βινίκιον από το κράσπεδον του μανδύου και εψιθύρισεν: — Αυθέντα, εκεί, όχι μακράν του γέροντος, βλέπω τον Ούρσον και πλησίον του μίαν νεάνιδα. Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν ως να αφυπνίσθη αιφνιδίως και εστράφη προς το μέρος, το οποίον τω εδείκνυεν ο Χίλων, και είδε την Λίγειαν. Είδε την Λίγειαν και δεν είδεν ειμή αυτήν και μόνην.

Έκαμε νεύμα και οι Αιγύπτιοι εσήκωσαν το φορείον, ενώ οι δρομείς έκραζον, συστρέφοντες τας ράβδους των: — Τόπον εις το φορείον του ευγενούς Χίλωνος Χιλωνίδου! Τόπον! Τόπον! Η Λίγεια, διά μακροσκελούς επιστολής, γραφείσης εν σπουδή, έλεγε διά παντός το «χαίρε» εις τον Βινίκιον.

Δαψίλευσόν μας ακόμη μίαν χάριν, θεσπέσιε, είπεν ο Πετρώνιος, και εκδήλωσον την θέλησίν σου ενώπιόν της Αυγούστας. Ο Βινίκιος δεν θα ετόλμα να νυμφευθή μίαν γυναίκα, κατά της οποίας η Αυγούστα θα είχε παράπονα. Αλλά συ, ω άναξ, θα διαλύσης με μίαν λέξιν πάσαν προκατάληψιν, διακηρύττων ότι ούτω διέταξες Συ. — Δεν δύναμαι τίποτε να σας αρνηθώ, ούτε εις σε ούτε εις τον Βινίκιον, είπεν ο Καίσαρ.

Ο Άουλος επανήλθεν εις τον οίκον του με μικράν ελπίδα. Καθησύχασε την Πομπονίαν και αμφότεροι ανέμενον νέα από τον Βινίκιον. Παρήλθον ώραι. Περί την εσπέραν ήκουσαν να κρούεται η θύρα. Είς δούλος εισήλθε και ενεχείρισεν επιστολήν εις τον Άουλον. Η επιστολή έλεγε τα εξής: «Μάρκος Βινίκιος Αούλω Πλαυτίω, Χαίρειν.

Ο Πετρώνιος με παρακαλεί να σε αναλάβω υπό την προστασίαν μου· επειδή δε και η Πομπωνία μου έγραψεν, είναι πιθανόν ότι έχουν συνεννοηθή και ίσως ο Μετρώνιος συνηγορήση εις τον Νέρωνα να σε στείλη και πάλιν εις τον Άουλον. Δεν εγνώρισες κανένα εις του Αούλου εκ των οικείων του Καίσαρος; — Είδα τον Βεσπασιανόν, τον Τίτον και τον Σενέκαν. — Αυτούς δεν τους αγαπά ο Καίσαρ. — Είδα και τον Βινίκιον.

Ενδιέφερε πράγματι τον Χίλωνα να θέση εκποδών τον Γλαύκον, όστις, καίτοι ηλικιωμένος, δεν ήτο ποσώς γέρων παρηκμακώς. Η αφήγησις, την οποίαν ο Χίλων είχε κάμει εις τον Βινίκιον, εμπεριείχε μέγα μέρος αληθείας. Ο Έλλην είχεν ήδη γνωρίσει τον Γλαύκον, τον οποίον επρόδωσε, παρέδωσεν εις κακοποιούς, απέσπασεν από της οικογενείας του, έκλεψε, και του οποίου την δολοφονίαν αυτός προεκάλεσεν.

Την στιγμήν εκείνην εφάνη ο Παύλος, όστις ιδών αυτούς ούτω συνηνωμένους και στραφείς προς τον Βινίκιον είπεν: — Ιδέ λοιπόν, Βινίκιε, αν ημείς είμεθα εχθροί της ζωής και της χαράς . . . Ο Βινίκιος απεκρίθη: — Ουδέποτε υπήρξα τόσον ευτυχής, όσον μεταξύ σας.

Ο Χίλων έδειξε τέλος εις τον Βινίκιον μικράν μεμονομένην οικίαν, περιβαλομένην υπό τοίχου κισσοφυούς. — Εκεί, αυθέντα. — Καλά, είπεν ο Βινίκιος.

Εσκέπτετο να αντιμετωπίση με θάρρος πάσαν ραδιουργίαν και πάσαν κατ' αυτού προσβολήν. Εσκέπτετο προσέτι ότι αν ήτο αρχηγός των πραιτοριανών αυτός, θα παρέδιδεν εις τον όχλον τον Τιγγελίνον τον αχρείον και θα υπεστήριζε τον Βινίκιον και την Λίγειαν, και μετ' αυτών όλους τους χριστιανούς. Αλλά τώρα να μη δύναται ούτε καν να υπερασπίση τον εαυτόν του;

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν