Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Μα εδώ και λίγα χρόνια ο Καπετάν- Μοναχάκης μου φαίνεται πως πάει γυρεύοντας για πνίξιμο. Να το δης, Γερο-Φλώκο. Τώρα που τον πήραν τα γεράματα και τον σφίξαν οι ρεμματισμοί, κάλλιο τώχει να πάη στο φούντο με την «Αθηνά» παρά να δη άλλον καπετάνιο σ' αυτό το σαπιοκάραβο. Ο Θεός να με βγάλη ψεύτη, μα πάω να χάσω το μυαλό μου μ' αυτόν τον άνθρωπο. Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά.
Κ’ είναι πλασμέν’ η ασπίδα του μ’ έν’ άξιον τρόπο: άντρας αρματωμένος τα σκαλιά ’νεβαίνει σκάλας σε πύργο εχθρών, που θέλει να τον πάρη, κι αυτός με χαραμμένα γράμματα φωνάζει πως ουδ’ ο Άρης θα τον βγάλη απ’ τους πύργους. Στείλε λοιπόν και κατ’ αυτόν ένα να ’ν’ άξιος από ζυγό σκλαβιάς να σώζη αυτή την πόλη.
Η Αροούγια εχαμογέλασεν επάνω εις ετούτα τα λόγια και πιάνοντάς τον από το χέρι, τον επερικάλεσε να βγάλη το φακιόλι και τα φορέματά του, και να σταθή με ελευθερίαν.
— Δε γίνεται, είπεν ο χωρικός· τόσα κομμάτια δεν μπορεί να στείλη ο αφαλός της θάλασσας στο μάτι της λίμνης· να ήτον να τα κατάπινε από ένα ένα το μάτι, μπορούσε να τα βγάλη πίσω ο αφαλός. Ο πραγματευτής εφαίνετο επιθυμών να ερωτήση τι και διστάζων. Τέλος αποφασίσας, εστράφη προς τον χωρικόν και τον ηρώτησε· — Και ξέρεις του λόγου σου εις ποιο μέρος της λίμνης βρίσκεται αυτό το μάτι;
Αλλ' όταν έφθασα εις του Ευκράτους είδα εις την είσοδον πολλούς άλλους και εκείνον τον άρρωστον που μ' εκάλεσαν ν' αντικαταστήσω. Τον έφερναν τέσσεροι δούλοι πάνω σε φορείο. Εφαίνετο δε ότι πραγματικώς δεν ήτο καλά, διότι και ανεστέναζε κ' εσιγόβηχε κι' αγωνιζότανε τα βγάλη από τα πλεμόνια του φλέγμα που δεν έβγαινε• ήτο δε και κατακίτρινος και πρισμένος και περίπου εξηντάρης.
Καθηγητής αυτός, όστις θα εχρησίμευεν ως δύτης του εθνικού μας βίου, ως αλιεύς μαργαριτών διά να βγάλη έξω με χρώματα, με άνθη, με δροσιά, με κύματα, με νέφη, με ήλιον, του εθνικού μας βίου τας αρετάς, τα ήθη, την γλύκα, τους τύπους, τας εικόνας, τα σπλάγχνα, τα βάθη. Ουδέν παρθενικώτερον, ουδέν λευκότερον της φιλολογικής δυνάμεως του κ. Μωραϊτίδου.
Από τέτοιες άσκοπες — ας τις πούμε — μελέτες ξεφύτρωσε τέλος στη μέση κι ο Άρειος κ' η Αίρεση του, που πήγε να την πνίξη τη θρησκεία μέσα σε θεωρίες και σε σοφίσματα που κανένας λαός δεν μπορούσε να βγάλη όφελος από τέτοια, αφού δα μήτε να τα καλονοιώση δεν μπορούσε.
— Μπορεί όμως να γίνη άγγελος και να βγάλη λευκά φτερά στους ώμους, είπε ο Σβεν. — Βέβαια θα γίνη, είπε η μαμά. Μα ο Σβεν αναστέναξε και δεν έμεινε ευχαριστημένος. — Γιατί δεν μπορεί να πάη μαζί η γερόντισσα αφού το θέλει; είπε. — Αυτό δεν το ξέρει κανείς, Σβεν, είπε η μαμά, μόνο ο Θεός το ξέρει. — Το ξέρει αυτός; — Ναι, το ξέρει. Ο Σβεν ξαναβγήκε όξω στον ήλιο και στους βράχους.
Στο σπίτι του κυνηγού είταν πολλοί άντρες, γυναίκες και παιδιά, αλλά το Γκεσουλάκι, αν κι' αγαπούσε όλη τη φαμίλια κι' όλο το σπίτι, κι' όλα τα ζώα του σπιτιού, ως και τες κόττες ακόμα, γιατί μια μέρα ρίχτηκε να ξεσκίση ένα γειτονικόν πετεινό, που κυνηγούσε ένα πετεινάρι του σπιτιού, και πρόφτασε να του βγάλη μόνο την ουρά, αγαπούσε όμως πλειότερο απ' όλους κι' απ' όλα τον κυνηγό.
Μπορούσε να μου βγάλη και το μάτι Σα δε μου τώβγαλε, πάλι ευχαριστημένος να είμαι «Ο τάδε σε κλέβει, Καπετάν Γιάννη, και δεν το καταλαβαίνεις»... Και σα με κλέβη, έλεγα ξανά από μέσα μου, πάλι καλά. Σα δε με σκότωσε, να του το χρωστάω και χάρι. Κ' έτσι πάντα ό,τι και να πάθαινα τώπαιρνα για το μικρότερο που μπορούσε να μου κάνη ο κόσμος. Κι' απομόνεβα. Τι να κάνης; Κ' η απομονή μια παρηγοριά είνε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν