Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Έκτοτε ο Χριστοδουλής ηραίωσε κατ' αρχάς, είτα οριστικώς έπαυσε το μερίδιον, το οποίον σου έδιδε τέως από τα κογχύλια, από τα καβούρια και από τους γωβιούς, συ δε ήργησες πολύ να μάθης ότι τα έδιδε εις τον Νίκον, τον αδελφόν της Πολυμνίας. Εις μάτην τον εσυνώδευες, ως πάντοτε, βαδίζων επί της άμμου, θαλασσώνοντα έως τον μηρόν, και από καιρού εις καιρόν και του εφώναζες·
Είχε κληρονομήση την βλαπτικήν απλότητα του Γέρω-Λαχανά και η Αρφανούλα, και δεν εβάστα η ψυχή της να τα χαλάση με τον αδελφόν της. Να μη τον πικράνη. Ο θειός της όμως, ο Μπάρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος, ελυπείτο δι' αυτό και προέβλεπεν ατυχήματα: — Βρε κορίτσι μου, έλεγε. Γιατί χαλνάς τα λεπτά σου; — Μα τι να κάμω; — Να τον διώξης! . . . — Και πού να πάγη; — Ν' αυρή δουλειά!
Η γυνή όμως του Ινταφέρνους, ελθούσα εις την θύραν του βασιλέως, έκλαιε και ωδύρετο· επειδή δε δεν έπαυε, συνεκίνησεν επί τέλους τον Δαρείον, όστις, ευσπλαγχνισθείς αυτήν, έπεμψεν απεσταλμένον όστις τη είπεν· «Ω γύναι, ο βασιλεύς Δαρείος σε συγχωρεί να σώσης από όλους τους συγγενείς εκείνον τον οποίον θέλεις.» Η γυνή, σκεφθείσα επ' ολίγον, απεκρίθη· «Αφού ο βασιλεύς μοι χαρίζει την ζωήν ενός εξ αυτών, εκλέγω μεταξύ όλων τον αδελφόν μου.» Μαθών δε ο Δαρείος ταύτα και εκπλαγείς έπεμψε πάλιν και τη είπεν· «Ω γύναι, ο βασιλεύς σε ερωτά ποίαν σκέψιν έχουσα αφίνεις τον άνδρα και τα τέκνα σου και προτιμάς να σωθή ο αδελφός σου, όστις σε είναι μάλλον αλλότριος ή τα τέκνα σου, και ολιγώτερον αγαπητός του ανδρός σου.» — Ω βασιλεύ, απεκρίθη κείνη, άνδρα μεν ειμπορώ να εύρω άλλον, εάν θέλη ο θεός, καθώς και τέκνα άλλα, εάν χάσω αυτά· αλλ' επειδή ο πατήρ και η μήτηρ μου δεν ζώσι πλέον, αδελφόν άλλον με είναι αδύνατον να εύρω κατ' ουδένα τρόπον.
Και ο μεν Καμβύσης ετέρπετο εις το θέαμα τούτο, αλλ' η γυνή του, καθημένη πλησίον του, εδάκρυε. Παρετήρησε τούτο ο Καμβύσης και την ηρώτησε διατί εδάκρυε. «Δακρύω, είπεν εκείνη, ιδούσα τον σκύλακα τούτον ότι εβοήθησε τον αδελφόν του και ενθυμηθείσα τον Σμέρδιν όστις δεν είχε κανένα να τον βοηθήση.» Οι Έλληνες προσθέτουσιν ότι ένεκα των λόγων τούτων η γυνή εθανατώθη από τον Καμβύσην.
Αυτός λοιπόν δεν θα επέτρεπεν εις τον αδελφόν του την αδικίαν, προ πάντων όταν ένεκα αυτού συνέβαιναν τόσα δυστυχήματα και εις αυτόν τον Έκτορα και εις άλλους Τρώας. Αλλά δεν ήτο εις την εξουσίαν των να αποδώσωσι την Ελένην, ούτε τους επίστευον οι Έλληνες λέγοντας την αλήθειαν.
Μόνος ο κουρεύς της Μονής ηστειεύετο ενίοτε προς τον αδελφόν Ιωάννην, ότε ούτος προσέφερε μειδιών εις το ξυράφιον παρειάν αγένειον και λείαν ως λίμνην εν ώρα νηνεμίας.
Εγώ τα επείραξα; Και τι είχα εγώ να κάμω με αυτά; Όχι μόνον δεν τα επείραξα, αλλ' ουδέ είπα εις τον αδελφόν μου να τα πειράξη, ενώ αν το έλεγα, τότε δεν θα είχα ανάγκην να σας παρακαλέσω διά τίποτε. Αλλά θέλω με το καλόν. — Δεν εκατάλαβα τι είπες, είπεν η αγρότις. — Είπα ότι, αν το έλεγα του Μάχτου τι τρέχει, ο Μάχτος δεν χωρατεύει, και θα τα έδερνε.
Αν δε εγώ, όταν είδα την γυναίκα μου, εκρατήθην και δεν την εσκότωσα, έκαμα φρόνιμα. Ήθελα και συ να μην είχες φονεύση τον Φώκον, τον αδελφόν σου. Αυτά τα είπα προς χάριν σου και όχι από οργήν. Εάν συ, παραφέρεσαι, αυτό οφείλεται εις το ότι συ έχεις μεγαλυτέραν την γλώσσαν, εγώ όμως θεωρώ κέρδος μου την φρόνησιν.
Και αφού η Ζερβουδοπούλα δεν είχε πατέρα ή αδελφόν, ούτε συγγενείς άλλους ικανούς να την υπερασπίσουν, οι χωριανοί ενόμιζαν ότι είχαν καθήκον να την προστατεύσουν διά να προστατεύσουν συγχρόνως και την ευπρέπειαν των ηθών.
Εγώ ήμουν μεγάλος, θα είμαι ως τρία τέσσερα χρόνια μεγαλήτερος απ' αυτήν. Αυτή θα με νομίζη αδελφόν της, και έχει δίκαιον. Αδελφός της είμαι. Λοιπόν τι έλεγα; Ειμπορώ καλά να την ονομάσω αδελφήν. Αδελφή μου, ήθελα κάτι να σου πω. Πολύ καλά. Αδελφή μου μόνον, χωρίς το όνομα; Αδελφή μου Αϊμά, είνε καλλίτερα. Αδελφή μου Αϊμά, θέλω να σου μιλήσω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν