United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η αγωνία των ήτο φρικώδης, διότι εις πάσαν στιγμήν ενόμιζαν εαυτούς σωθέντας ή απολεσθέντας. Εις το στράτευμα των Αθηναίων, ενόσω η νίκη έμενεν αναποφάσιστος, δεν ηκούετο άλλο τι παρά ολοφυρμός, κραυγαί νίκης ή ήττης και όλαι αι αναφωνήσεις, τας οποίας αναγκαίως αποσπά από μέγαν στρατόν μέγας κίνδυνος. Τα αυτά έπασχαν και οι επί των πλοίων.

Αλλ' η αγωνία της ψυχής μου ερμηνεύθη διά μιας κραυγής απελπισίας. Ένοιωσα ότι ετρίκλιζα παρά το χείλος του φρέατος. Απέστρεψα τα μάτια μου! Αίφνης ήκουσα αναμίκτους κραυγάς ανθρώπων, ισχυρά σαλπίσματα σαλπίγγων. Ένα βραχνό μούγκρισμα σαν από απειρίαν κεραυνών. Τα πύρινα τείχη ωπισθοδρόμησαν αμέσως.

Η καταιγίς ήτις ήρχισε τώρα ορμητική να πνέη επί τα όρη, οι άνεμοι οίτινες εφύσων κάτω εις τας φάραγγας, η λίμνη της οποίας τα κύματα ήρχισαν να ταράττωνται και ν' αφρίζουν, το πλοιάριον το οποίον, καθώς η σελήνη προέκοπτε στιγμιαίως διά μέσου των τρεχόντων νεφών, έβλεπε να κινδυνεύη και ν' αγωνιά εις τα κύματα, όλα ήσαν λίαν καταφανή εμβλήματα της μεταβληθείσης προσόψεως του επιγείου βίου Του.

Τον κοίταζε από κάτω προς τα επάνω, ικετευτικά, με τα γλυκά του μάτια που γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο. Ο Έφις πήρε τη σακούλα με το ψωμί, αλλά δεν μπορούσε να φάει. Ένοιωθε μια βαθειά αγωνία να του σφίγγει το λαιμό. «Κανένα κακό! Η κοπέλα όμως, παρ’ όλο που είναι καλή, είναι φτωχιά και δεν σου αξίζει.» «Η αγάπη δεν ξέρει από φτώχια και ευγενική καταγωγή.

Η ιδέα που μούχαν δώσει για την κατάστασή της δεν ήτο και πολύ υπερβολική. Ήτο σχεδόν αγνώριστη. Αδύνατη και κατάχλωμη και τα μαύρα της μάτια, που φαινόντανε μεγαλείτερα, είχαν την αγωνία πουλιού πληγωμένου. Αλλ' αυτά τα μάτια ήσαν εκείνα π' αγαπούσα κιόταν ταντίκρυσα, το κρύωμα της καρδιάς μου πέρασε κιάρχισαν παλμοί στο στήθος μου.

Ο Βράγγης έσπευσε να φθάση εις το μέρος, όπου εσταμάτησαν, όλος ταραχή και αγωνία. — Τι τρέχει, έκραξεν εις των ιππέων. Ποίος φωνάζει; — Κύριος, δι' έλεος, βοήθειαν! — Ποίος είσαι; — Πτωχός γέρος απόμαχος. — Και τι θέλεις; — Βοήθειαν εις ένα πλάσμα, κύριοι! — Τι πλάσμα; — Μίαν μικράν κόρην, ήτις αποθνήσκει.

Αλλά καταποντισμός δι' ημάς ήτο η επί της ακτής αγωνία, ως βράχον δε σωτηρίας εβλέπομεν το πλοίον, επί του οποίου η μικρά λέμβος ανά ολίγους μας μετέφερεν, ενώ οι Τούρκοι ετουφέκιζον άνωθεν. Ότε όμως είδα το πλοίον απομακρυνόμενον και σώους επ' αυτού όλους τους μεθ' ημών συγκινδυνεύσαντας, ησθάνθην την καρδίαν μου πληρουμένην υπό χαράς ότι εσώθημεν.

Από τινος ημιανοίκτου κοιτωνίσκου εξήρχετο στεναγμός, παράπονον πάσχοντος, αγωνία θνήσκοντος, φαντάσματος παραλήρημα: — Μάννα μου! Μάννα μου! Άλλος ναυτόπαις αυτός, ο καμαρώτος, ασυνείθιστος προς την τρικυμίαν, πρωτοτάξειδος, προσεβλήθη εις την καρδίαν κ' εξέπνεε, θαρρείς. Παρήλθον ώραι. Προσήγγιζεν ο όρθρος κ' η τρικυμία ωρύετο ισχυροτέρα.

Έτι μάλλον, και θλιβερότερον ακόμη, δυνατόν από καιρού εις καιρόν ν' ακούηται, εν τη Χριστιανική Ευρώπη, η ύβρις βλασφήμου τινός γλώσσης, επακολουθούσης να εμπαίζη τον Υιόν του Θεού, καθώς κείται εν τη αγωνία του κήπου, ή αφίνει την υστάτην πνοήν Του επί του δένδρου του πικρού. Αλλά το μυστήριον του Κυρίου είνε μετ' εκείνων οίτινες φοβούνται Αυτόν, και Αυτός θα δείξη αυτοίς την διαθήκην Του.

Όταν έφτασε στο κάτω μέρος τον βράχον, κάθησε ξεψυχισμένη κέβλεπα το στήθος της νανατινάσεται με αγωνία. Έτρεξα να πάω κοντά της, αλλά μούγνεψε με το χέρι να μείνω εκεί πούμουν. Έμεινε κάμποση ώρα στην ίδια θέση κέπειτα σιγά σιγά ανέβηκε το λίγο μέρος του βράχον, για να φτάση έως στο δέντρο. — Δε μπορώ, παιδί μου, είπε με φωνή πολύ αδύνατη και κομμένη. Εγώ, πρέπει, δεν είμαι μπλειο για ζωή.