Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Αφού έκλαυσεν ως παιδίον, κ' εθρήνησεν ως γυνή ο Αγάλλος, κ' έβρεξε με δάκρυα το χώμα, δευτέραν και τρίτην ημέραν μετά την ταφήν, συγχρόνως είπε μέσα του: — Δεν πάω εγώ τώρα ν' αρραβωνισθώ την Ουρανίτσα, διά να πάρω την ευχή των γονέων μου; Ιδού φως φανερά, καθώς είπεν ο πατέρας, δεν ημπόρεσα να θεμελιώσω σπίτι χωρίς την ευχή τους.

Ο Αγάλλος έστρεψε το βλέμμα, και είδεν ωραίαν όψιν νεαράς γυναικός, της οποίας το βλέμμα επί στιγμήν έπεσε τυχαίως επάνω του. Δεν την είδε πλέον, αν και πολλάκις επανέφερε προς τα εκεί το βλέμμα. Συγχρόνως μία γρηά κυρτή επέρασεν έμπροσθέν του, τον εγνώρισε, και του είπε: «Καλώς ώρσες». Ο Αγάλλος την ενθυμήθη. — Δεν είσαι η Μανιά; της είπε. Το Γηρακώ της Κατερίνας, που σε λένε κοινώς Μανιά;

Μου το είπες, αφέντη· μα λέει κι' αυτό: «Πατέρες μερίζουσιν οίκους και ύπαρξιν τέκνοις· παρά δε Κυρίου αρμόζεται ανδρί γυνή». Αν και δεν ήτο τόσον σοφός όσον ο Λογιώτατος, ήξευρε ρητά. — Θα σε αποκληρώσω. Παρήλθον ολίγαι ημέραι. Είχεν εμβή η Μεγάλη Σαρακοστή, επανήρχετο η άνοιξις, κι' ο Αγάλλος ητοιμάζετο να πλεύση διά την Προποντίδα και τον Βόσπορον, κ' εκείθεν διά τον Δούναβιν.

Τον εφώτισεν ο Θεός, όταν ενυμφεύθη την Σοφίαν, και της τα «έκαμεν όλα επάνω της». Οι συγγενείς του εγόγγυσαν διά τούτο, αλλά τι τους έπταιεν η πτωχή Σοφία; Ας μην εγύρευεν ο Αγάλλος πανδρειά. Ο Μανώλης έζησε δύο χρόνια και απέθανεν. Η Σοφία τα εκληρονόμησεν όλα, μαζί και τον μύλον αυτόν, τον οποίον είχεν ανακαινίσει εσχάτως ο μακαρίτης.

Όταν εις το τέλος των πέντε ετών ο Αγάλλος εκίνησεν από τον Ποταμόν διά να κατέλθη εις την Προποντίδα και εξέλθη εις την Άσπρην Θάλασσαν, ηγνόει πολλά άλλα πράγματα εν τω μεταξύ επισυμβάντα, αλλά και τον γάμον του Επιφανίου μετά της Ουρανίτσας.

Κατερχόμενος ο Αγάλλος σιγάσιγά, αργοστόλιστος ως νύμφη, την κλιτύν του βουνού, πριν φθάση εις την Κεχρεάν, ενώ είχε νυκτώσει ήδη, δεν εχόρταινε να ενθυμήται τα καλά εκείνα χρόνια, όταν ήτο ακριβώς γαμβρός, ζηλεμμένος και πολυγυρεμένος, και είχε καλοπεράσει επί οκτώ έτη με δύο αρραβωνιαστικαίς, πότε γελών την μίαν, πότε την άλλην.

— Έ, υπομονή, κουράγιο· τι να κάμουμε; είπεν εις απάντησιν ο γέρο- Φόλης. — Τι υπομονή, κουράγιο; επανέλαβεν εν απορία ο Αγάλλος. — Αυτά έχει ο κόσμος, απήντησεν ο Φόλης. — Το ξέρω, είπεν ο Αγάλλος· μόνο πες μου τι τρέχει; — Ζωή σε λόγου σου, είπε πάλιν ο άλλος. — Πέθανε το Γκλεζώ; — Δεν απέθανε ακόμα· πεθαίνει. Τω όντι η νεάνις έπνεε τα λοίσθια.

Όταν ακούστηκε πως ο Γιάννης ο Αγάλλος, το αρνάκι του Θεού, που δεν είχε σκοτώσει ούτε μυρμήγκι στη ζωή του, έκανε φονικόκαι τι φονικό! — όλος ο κόσμος έκανε το σταυρό του με τα δυο του χέρια. «Τι τα θέλεις; μου είπε, στο δρόμο που με συνέτυχε ο Παπα-Σωφρόνης, ανοίγοντας τα μικρά του ματάκια, και σουφρώνοντας το μεγάλο του στόμα. Μεγάλο λόγο δεν πρέπει να πη άνθρωπος.

Καλώς σ' ηύρα, γυιόκα μ'. Τα είπα της Λ.... — Τι της είπες; — Τα όσα μούπες. — Δεν σου είπα να της πης τίποτε. — Κ' εγώ δεν της είπα τίποτε παραπάνω. Το πως αρωτούσες γι'αυτήν, και τον πειστικόν της, και πως τον καρτερεί δέκα χρόνια, πότε ν' άρθη. — Και τι άλλο θα της πης, γρηά Γηρακώ; — Το πως ο Αγάλλος είνε καλός απ' τους καλούς, πρώτο σόι.

Ο σκοπός του ήτο να κατορθώση να τελεσθή ο γάμος πριν φθάση η είδησις διά τον ερχομόν του Δράκου εις τα ώτα της Λ... και πριν αυτός φθάση στο Κάστρον. Τούτο θα ήτο απηλπισμένον και σπασμωδικόν διάβημα, και αν δεν είχε μάθη η κόρη τον ερχομόν του μνηστήρος. Αλλ' όμως, και τούτο ουδέν το παράδοξον, η Λ... είχε μάθει την είδησιν ακριβώς δέκα λεπτά πριν την μάθη ο Αγάλλος.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν