Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Τώρα θαρθή ο πατέρας σας . . . όπου είνε, έφτασε. Να κάμετε φρόνιμα . . . Θα σας φέρη καλούδια . . . Στραγάλια και μύγδαλα. — Ταάλια κη μύλαλα! επανελάμβανεν ο Μανώλης με το στόμα ανοικτόν. Εν τούτοις παρήρχετο η ώρα και ο Αγάλλος δεν εφαίνετο.

Και όμως εκ φήμης είχεν ακούσει ότι είς Λογιώτατος καλούμενος, νέος από βορεινήν νήσον προερχόμενος, ήτο διδάσκαλος εις την Ύδραν αλλ' η φήμη δεν ήτο αρκετά φωτισμένη, ώστε να τον πληροφορήση αν ο Λογιώτατος εκείνος είχε γυναίκα, και ποίαν και πόθεν. Ο Αγάλλος έφερε μαζί του όχι ολίγας εκατοντάδας φλωρίων αυτήν την φοράν.

Πριν φθάση εις το Κάστρον, είχε ξεμβαρκάρη κατ' ανατολάς εις την αντικρυνήν νήσον, κ' εκεί είχεν ιδεί την ωραίαν, λεπτοφυή, ωχράν, λευκήν και σχεδόν μεταξωτήν, εις συγγενικήν οικίαν, διότι είχε πρωτεξαδέλφους εξ αγχιστείας, καθότι εγίνοντο τότε συχναί αγχιστείαι μεταξύ των εγκρίτων οικογενειών των δύο νήσων. Και ο Αγάλλος είχεν ερωτευθή την γαλαζοαίματην, την κιτρίνην και σχεδόν διαφανή κόρην.

Και τέλος, τον Απρίλιον εκείνον, ολίγον μετά το Πάσχα, όταν έφθασεν ο Αγάλλος, το άνθος εφυλλορρόησε, κ' έγειρε, κ' εμαράνθη.

Την επαύριον, αφού εμίσεψεν ο Αγάλλος, ο κυρ Δημητράκης, όταν επήγεν, ως συνήθως, εις το Κιόσκι, εις το μέσον των προεστών, εστράφη προς τον παπά-Ζαχαρίαν τον Σακελλάριον και του είπε: — Σου δίνω, παπά, στην ανεψιά σου την Ουρανίτσα τον Λογιώτατον, επειδή ο Αγάλλος δεν ηθέλησε να μ' ακούση. — Καλά, κυρ Δημητράκη· ως επίτροπος της κόρης, σου λέγω ότι είνε δεκτόν.

Ο Αγάλλος διηγείτο πολλάκις ότι είχεν ιδεί νεράιδας με τα μάτια του, ότι του είχαν ομιλήσει, αλλ' αυτός εφυλάχθη καλώς να ταις δώση απάντησιν, γνωρίζων ότι είχαν την δύναμιν «να του πάρουν την μιλιά του». Μίαν φοράν πάλιν παρουσιασθείσα προς αυτόν, όταν ήτο παιδί, εις τον μύλον του πατρός του, η Μοίρα του, του είχε δώσει με την χείρα της έν φλωρίον.

Αυτό. — Ο πατέρας μου τώρα μου είπε πως «πήγα από κάτ' απ' τα παραθύρια καποιανής», και δεν ξέρω πώς, μου ήρθε στο νου αυτό το παραθυράκι, που μου είπες την πρώτη βραδειά που ενταμωθήκαμε. Μπορεί, λες, να το πηδήση ένας άνδρας; — Μπορεί. Ο Αγάλλος έδωκεν έν νόμισμα εις την γραίαν. Εκείνη επήγε ν' αγοράση τρόφιμα από το πλησιέστερον καπηλείον.

Ποίος να ήτο; Το μονύδριον ήτο διαλελυμένον από τον καιρόν της Αντιβασιλείας, ο ναΐσκος έμενεν έρημος. Ο Αγάλλος δυνατόν να ήτο ελαφροΐσκιωτος, αλλ' ήτο και σαββατογεννημένος και δεν εφοβείτο. Επλησίασεν εις την θύραν του μονυδρίου, εισήλθεν εις τον περίβολον, διέβη την αυλήν και εισήλθεν εις τον ναόν.

Ο Αγάλλος δεν άφησε τον ελαφρόν ίσκιον να ενεργήση διά την γραίαν Συνοδιάν. Την εκάλεσεν έξω του ναού και της είπε ποίοι τινες ήσαν οι μοναχοί εκείνοι.

Δύο ή τρεις γνώριμοι, φίλοι, ή συγγενείς της μνηστής του, του είπον «καλώς ώρισες» με μελαγχολικόν τινα τρόπον, ως να τον ώκτειρον. Εφαίνοντο ότι εις πέντε έτη όλοι οι νέοι είχον γηράσει, ως να είχε παρέλθει εικοσαετία, και όλοι οι ωρίμου ηλικίας είχον γείνει ψυχροί και δύσκαμπτοι, ως παγωμένα σκέλεθρα. Ο Αγάλλος υπωπτεύθη ότι η μνηστή του τον είχεν αρνηθή, και είχε προτιμήσει άλλον.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν