Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Αλλέως μέσα ‘ς την σπηλιάν όπου γλυκοκοιμάται θα την ξυπνούσα την Ηχώ, να κάμω να βραχνιάση κ' εκείνης η αέρινη η γλώσσα, τον Ρωμαίον με αντιλάλημα πυκνόν να κράζη μέσ' το σκότος. ΡΩΜΑΙΟΣ Είν' η ψυχή μου που λαλεί και τ' όνομά μου κράζει. Ω! τι γλυκά που αντηχεί ο ασημένιος ήχος μιας φωνής ερωτικής ‘ς τα σκοτεινά, την νύκτα, 'σαν μουσική αρμονική στ' αυτιά προσηλωμένα. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ρωμαίε μου!

Οι Φαρισαίοι έκυπτον υποκριτικώς τους οφθαλμούς των. Οι Σαδουχαίοι απέστρεφον την κεφαλήν, φοβούμενοι μη προσβάλωσι τον Ανθύπατον. Ο Αντίπας εφαίνετο ως νεκρός. Η φωνή εδυνάμωνεν, εξελίσσετο, εκυλίετο με σπαραγμούς κερανού, η δε ηχώ επαναλαμβάνουσα αυτήν κατεκεραύνωνε την Μαχαιρουσίαν, με κρότους αλεπαλλήλους.

Πόσον βραχεία, και όμως πλήρης εννοίας, είνε η μικρά εκείνη παραβολή την οποίαν είπε προς αυτούς, περί του άφρονος πλουσίου όστις, εν τη απλήστω και επιλήσμονι του Θεού ιδιοτελεία του, εμελέτα να κατεδαφίση τας αποθήκας του και να τας κτίση μεγαλειτέρας, και, ως να μην υπήρχε θάνατος, εσκέπτετο μόνον τους καρπούς του, και τα αγαθά του, «και ερώ τη ψυχή μου· φάγε, πίε, ευφραίνου». Αλλ' εξ ουρανού, ως τρομερά ηχώ εις τους λόγους του, ήλθεν η φοβερά απόφασις. «Άφρον, άφρον, ταύτη τη νυκτί!....»

Ξάφνω το δάσος γέλασε και μ' άνθη έχει γεμίσει· ω μάγισσα που μιαν αυγή στα μάτια σου πεθαίνει, στον έρμον τόπο ηχώ παλιά, ηχώ γλυκεία αναστένει το πεθαμένο γέλιο σου που βούισε σα μελίσσι και θρόησε ανάσα ανάλαφρη τα νιόβλαστα τα φύλλα.

Αλλά και ο Ερμής επιστρέφει• ώστε πηγαίνετε να φροντίσετε διά τας δίκας, να κληρώσετε τους δικαστάς και να κρίνετε κατά τους νόμους σας, εγώ δε θα επιστρέψω εις τη σπηλιά μου να παίξω κάποιον σκοπόν ερωτικόν, με τον οποίον συνειθίζω να πειράζω την Ηχώ. Από λόγους ρητόρων και δικηγόρων έχω παραχορτάσει, διότι ακούω κάθε μέρα εκείνους που δικάζονται εις τον Άρειον Πάγον.

Τότε ο Θευδάς τω έκραζε: «Ξορκίζω σε!» Ο Μάχτος δεν απήντα, ή μάλλον η ηχώ της φωνής δεν έφθανεν εις τα ώτα του Θευδά, διότι ούτος καθυστέρει τετρακόσια βήματα. Δις μόνον είχεν αναγκασθή να σταματήση ο Μάχτος περιμένων να εξέλθη των καμπών της οδού ο Θευδάς, και τούτο διότι ευρέθη εν δισταγμώ, ενώπιον δυο οδών, μη γνωρίζων ποτέραν να βαδίση.

Από Σταβέτ;... με τ' βάρκα;... στο Κάστρο;... ηκούσθη από της θύρας ως καινή τις πρωθύστερος και ανάστροφος ερωτηματική ηχώ. Ήτο ο μάστρο-Πανάγος ο μαραγκός, με την κεφαλήν προέχουσαν εις το ανώφλιον, με την μίαν πλευράν οιονεί κολλημένην επί του παραστάτου.

Και τόσον εβροντοφώνησεν από τον θυμόν του ο φιλάσθενος παπά- Φλαβιανός, ώστε όλον το ρεύμα το βαθύ του Μοναστηρίου με τα πλατάνια και με της καρυδιαίς, επανέλαβε με μίαν τρομακτικά βουΐζουσαν ηχώ: — Οι δαίμονες βρυκολακιάζουν! Όμως οι χωρικοί δύσκολα αποσπώνται από εκείνο οπού πιστεύσουν μια φορά.

Φεύγουσα, ήκουεν ακόμα το γαύγυσμα του σκύλου, συγχρόνως δε «αυτιάσθη», και της εφάνη ότι ήκουεν ανθρώπινα βήματα. Αλλ' ηπατήθη. Ίσως ήτο μάλλον αντίκτυπος και ηχώ των ιδίων βημάτων της. Φαίνεται ότι ο αγροφύλαξ μόλις είχε μισοξυπνήσει, κ' έβαλεν, ως εν υπνοβασία, μηχανικώς την συνήθη φωνήν του. Είτα ευθύς πάλιν απεκοιμήθη. Η Χαδούλα έγεινε άφαντη εις το ύψος του λόφου, όπισθεν των δένδρων.

Έπρεπε να διέλθουν τας μικράς λίμνας, αι οποίαι είχον σχηματισθή από τους όγκους του πάγου, οι οποίοι ως πρόχωμα τας περικλείουν· και με τοιαύτην πορείαν έφθασαν πλησίον μεγάλου βράχου, ο οποίος έκειτο ταλαντευόμενος μέσα εις τον πάγον, επάνω εις το χείλος ρωγμής· ο βράχος έχασε την ισορροπίαν του, εκυλίσθη κάτω και έκαμε την Ηχώ να αντηχήση επάνω από τας βαθείας, σπηλαιώδεις του Παγώνος φάραγγας.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν