United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Η Λίγεια εάν ήτο και αδελφή μου ή σύζυγός μου, δεν θα ηδύνατο να με περιποιηθή τρυφερώτερον ή όσον με επεμελήθη. Πολλάκις εσκέφθην ότι μόνον ο έρως θα ηδύνατο να εμπνεύση τόσην μέριμναν. »Πολλάκις ανέγνωσα τον έρωτα τούτον εις το πρόσωπον και εις τους οφθαλμούς της.

Παρίστανον δε τον Έρωτα οι Ορφικοί ως απειρομέγεθες τρόπον τινα ζώον αποτελούν τον κόσμον ολόκληρον, με κεφαλήν μεν τον ουρανόν, πόδας την γην, οφθαλμούς τον ήλιον και την σελήνην, και κέρατα την ανατολήν και την δύσιν. Και εκ μεν των δακρύων αυτού εβλάστησε το οϊζυρόν , το δυστυχισμένον γένος των βροτών, εκ δε του γέλοντος οι αθάνατοι θεοί.

Αλλ' όμως εναντίον του Γεμιστού υπεκρίθη ο παμπόνηρος ότι έτρεφε μνησικακίαν διά την εγκατάλειψιν της κόρης, και παίρνοντας αυτήν εις τας χείρας του, την έφερεν αοράτως εις το σπήλαιον του Γεμιστού, και την παρέστησεν αιφνιδίως εις τας όψεις του. Ο γουν Γεμιστός απ' εκείνης της στιγμής ήρχισε να τρέφη προς την κόρην ακάθαρτον και σατανικόν έρωτα.

Τώρα είναι δίκαιον να γείνουν εκείνα τα οποία εσυμφώνησαν μεταξύ των ο Πρωταγόρας και ο Σωκράτης· ο μεν Πρωταγόρας δηλαδή, αν ακόμη έχη την ευχαρίστησιν να ερωτά, ν' αποκρίνεται δε ο Σωκράτης, αν δε έχη πάλιν ο Πρωταγόρας την ευχαρίστησιν ο Σωκράτης ν' αποκρίνεται, τότε να ερωτά ο άλλος.

Εις την θέαν ταύτην, κατελήφθη από έρωτα ομοιάζοντα με τον δριμύτατον πόνον, απά έρωτα πλήρη οίκτου, ευλαβείας και σεβασμού. Έπεσε πρηνής και εστήριξε τα χείλη του εις το άκρον του μανδύου. εφ' ου ανεπαύετο η νεάνις. «Ο Χριστός θα την σώση . . . Ούρσε, μη φοβείσαι», είπεν. Αίφνης, η Λίγεια ήνοιξε τους οφθαλμούς και έθεσε τας καιούσας χείρας της επί των χειρών του γονυπετούς Βινικίου.

Και όταν ακόμη έζη πλησίον της Καλυψούς βίον επικούρειον και ηδύνατο να ζη αργός, να εντρυφά και ν' απολαμβάνη τον έρωτα της θυγατρός του Άτλαντος και πάσαν άλλην απόλαυσιν, ουδέ τότε είπεν ότι αυτή η ζωή ήτο η πλέον ευχάριστος, αλλά το είπε περί της ζωής των παρασίτων. Τότε δε οι παράσιτοι ωνομάζοντο δαιτυμόνες.

Στο μέγα τούτο βάθος ο έρως αντηχάει· ο έρωτάς μου μόνον καθόλου δε σιγάει Και εγώ μαζί με τούτον ακοίμητος πονώ· βογγώ μαζή του κλαίω, ανήσυχος θρηνώ, Αχ! έρωτα δε φτάνουν της μέρας οι καϋμοί τα βάσανα κι' οι πόνοι, και οι αναστεναγμοί· Την νύχτα δε μ' αφήνεις καν δίχως ταραχή· την νύχτα χάρισέ μου μικρή ανακοχή. Ω Αφροδίτης γέννα παντού υπερβολή, κι' σ' εύνοια κ' οργή σου ορμή παραπολλή.

Ο Ραβά διά κακήν τύχην πηγαίνοντας συχνώς προς αυτήν συνέλαβεν εις αυτήν έναν υπερβολικόν έρωτα, τον οποίον έκρυπτε διά κάμποσον καιρόν μα εις το τέλος μη εξουσιάζοντας, πλέον τον εαυτόν του, της τον εφανέρωσεν.

Αλλ' επιθυμώ να κάμω το εξής, διά να γείνη εκείνο το οποίον επιθυμείτε, δηλαδή συναναστροφή και συνδιάλεξις μεταξύ μας· εάν ο Πρωταγόρας δεν θέλει ν' αποκρίνεται, τότε αυτός μεν ας ερωτά, θ' αποκρίνωμαι δ' εγώ, και συγχρόνως θα προσπαθήσω να του δείξω με ποίον τρόπον λέγω ότι πρέπει ν' αποκρίνεται εκείνος που αποκρίνεται· όταν δ' εγώ ήθελον αποκριθή εις όσα αυτός με ηρώτα, πάλιν με τον όμοιον τρόπον να τον ερωτώ εγώ και να μ' αποκρίνεται αυτός.

Μάλιστα με το ωραίον. Σωκράτης. Διότι βέβαια αυτό είναι κάτι; Ιππίας. Μάλιστα, διότι είναι. Και τι έχει να κάμη; Σωκράτης. «Ειπέ μου λοιπόν, πατριώτη», θα είπη αυτός, «τι πράγμα είναι αυτό το ωραίον;». Ιππίας. Μήπως λοιπόν, καλέ Σωκράτη, αυτός που ερωτά άλλην πληροφορίαν θέλει να λάβη παρά ποίον είναι το ωραίον; Σωκράτης. Όχι, νομίζω, αλλά τι είναι το ωραίον, καλέ Ιππία. Ιππίας.