Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Ο Μικρός ο Θεοδόσιος κ' οι συβουλάτοροί του έκαμαν το φρονιμώτερο πράμα που τους έλεγε ο κοινός νους· να πολεμήσουνε δηλαδή και να καταπονέσουν τον Αττίλα με διπλωματική και με μάλαμα, να λείψη μια και καλή από τα μέρη εκείνα. Μηγαρίς κι ο Μεγάλος ο Θεοδόσιος το ίδιο δεν έκαμε με τους Γότθους τότες που τους αγόραζε μ' αξιώματα, και με τίτλους; Καθώς κι ο Ζήνωνας κατόπι με το Θεοδορίχο;

Ως αδελφούς και τέκνα προσεφώνει τους στρατιώτας πάντοτε. «Βλέπετε, αδελφοί και τέκνα, έλεγε, πως οι εχθροί του Θεού κατεπάτησαν την χώραν ημών και τας πόλεις ηρήμωσαν και τα θυσιαστήρια κατέκαυσαν και τας τραπέζας των αναιμάκτων θυσιών επλήρωσαν αιμάτων μιαιφόνων . . . .» Οι δε στρατιώται υπό ενθουσιασμού καταλαμβανόμενοι εξύμνουν ομοφώνως την δύναμιν και την ανδρείαν του βασιλέως.

Είπε, το χέρι του έσυρε απ' το χέρι τ' Αντινόου εύκολα• κ' εσυγύριζαν το γεύμ' αυτού οι μνηστήρες κ' εκακολόγουν τον αυτοί κ' εμπαίζαν μεταξύ τους• και από τους νηούς τους υβρισταίς έλεγε κάποιος τούτα•

Το καραβάκι το δικό του, ο Γιάννης ο Τζαφέρης, καθώς έλεγε κοινώς, το άραξεν ασφαλώς εις την ξηράν, εν τη πλατεία της Εκκλησίας, διά ν' αντικρύζη με τα πλωτά καράβια των θαλασσινών, των πρώην συναδέλφων του. Η οικιακή άνεσις και γαλήνη του πρώην ναυτικού ήτο σχεδόν εντελής. Η γυνή του, ολιγότεκνος, είχε γεννήσει ένα υιόν, άλλο έν νεκροτόκιον, έν θυγάτριον αποθανόν βρέφος, και πλέον ου.

Να με πάρης, να μ' αγαπάς, να μ' έχης σαν παιδί σουΤέτοια μου έλεγε η Μοιρίτα κ' ένας απέραντος πόνος λίγο λίγο, σαν το νερό που σταλάζει, μου γέμιζε, μου έπνιγε την καρδιά. Όχι! δε φοβούμουν! Τι να φοβηθώ; Ταθώο το κορίτσι! Αλήθεια είναι! Μου έδειξε το γράμμα.

Έλεγε ακόμα πως ο Προφήτης, που ήξερε όλα τα μυστήρια που κρύβει ο κόσμος κι' όλα ταπόκρυφα του Θεού, μιλούσε, με ωραία και σοφά λόγια, στα πλήθη του κόσμου. Μιλούσε για τη Ζωή, για το Θάνατο και για την Αγάπη. Τα λόγια κυλούσαν απ' τα χείλη του γλυκά σαν το μέλι. Η φωνή του ξεπερνούσε το πιο γλυκό τραγούδι.

Τρακ! εκρότει η μπαμπακούλα, ο λοβός του αραβοσίτου· εκτινασσόμενος σχασμένος βαμβακόλευκος εκ της τέφρας και κροτών ως αι στράκαι την Μεγάλην Εβδομάδα. — Θάχης πανικά, νήματα, καλούδια, εξηκολούθει η Γερακούλα. Και προς την τρίτην έλεγε: — Εσένα θα σου δώσω, Μυρσινιώ μου, γραμματικό. — Τρακ! εκρότει πάλιν από της τέφρας εκτινασσομένη αφράτη και άσπρη η μπαμπακούλα.

Όταν την ηρώτα εσήκωνε τους ώμους ψυχρώς, ως να επρόκειτο περί της κούκλας της και διά ν' απαλλαγή αυτής έλεγε πότε ότι ο Γιάννος επήγεν εις το σχολείον, πότε εις το βαλμαδιό να ίδη πώς ήμελγον τας δαμάλεις και πότε εις το περιβόλι της βασιλοπούλας να κόψη χρυσόμηλα. Η Μάρω έσπευδεν, επέτα εκεί ως πτηνόν αφήσαν προ πολλού νήστεις τους νεοσσούς του.

Εκείνος εγέλασε κ' εζήτησε να την εναγκαλισθή. — Όχι, άπιστε! ποτέ πλέον, σε ηκολούθησα και είδα εγώ αυτή την αντίζηλόν μου . . . Και τα έλεγε πολύ σοβαρά, ως ηθοποιόςΚαι δεν γίνεται να γνωρίσω κ' εγώ αυτήν την αντίζηλον; ηρώτησεν εκείνος — ω! ναι· είπε τραγικώς εκείνη· την έφερα, την έχω εδώ και . . . περίμενε!

Ήτανε λοιπόν σε τέτοιους ξεφαντωτάδες όλα απλά και χωριάτικα· ο ένας τραγουδούσε, όπως τραγουδούνε στο θέρο· ο άλλος έλεγε μέτωρα, όπως λένε στους ληνούς· ο Φιλητάς έπαιξε το σουραύλι, ο Λάμπης τη φλογέρα. Ο Δρύαντας κι ο Λάμωνας εχόρεψαν. Η Χλόη κι ο Δάφνης εγλυκοφιλιόντανε. Μα και τα γίδια εβόσκανε κοντά, σαν να είχανε κι αυτά μέρος στη γιορτή.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν