United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σα να φούντωσε μια φλόγα μέσα της από μια σπίθα που σιγόσβηνε κάτω απ' τη χόβολη, αισθάνθηκε μίαν πύρινη πνοή μέσα στις φλέβες της, αισθάνθηκε τα νεύρα της σίδερο ρευστό. . . Ήτονε μονάχα πούθελε να πάρη τα σκονάκια απ' τον κομμό; ή μην ήθελε και να δη που ήτον ο Νίκος με τη Λιόλια, οι δυο τους πούχανε βγη έξω απ την πόρτα;. . Έξαφνα βρέθηκε ορθή έξω απ’το κρεββάτι, αυτή πουχ’ένα μήνα να κουνήση χέρι, περπατώντας, αυτή που νόμιζε πως είχε ξεχάσει το περπάτημα: έκαμε μερικά βήματα γλήγορα τόνα μέσα στάλλο, σαν αέρινα, περνώντας μεσ' απ' τη λουρίδα του φεγγαριού που κοιτότανε στο πάτωμα, μες τάσπρο της το νυχτικό πιο άσπρη ακόμα απ’ τη φεγγαρίσια λάμψη λες και ζωντάνεψε το φεγγάρι και σηκώθηκε από χάμω και περπάταγε... Ήυρε το κουτί με τα σκονάκια, σα μέσα σ’ όνειρο, κ' έπειτα έκαμε άλλο ένα βήμα κατά την πόρτα της αυλής, που ήτανε γερμένη, κ' έσυρε ανάλαφρα το θυρόφυλλο- Κύτταζε τώρα η Λιόλια το κεφάλι του αγαπημένου αντρός που βάραινε απάνω στο στήθος της : τη μύτη τη δυνατή και με το κόκκαλο λιγάκι πεταχτό στη ρίζα, τα κλειστά ματόφυλλα, σα φύλλα λουλουδιών, που τα γαλάζωνε στις άκρες ο Ύπνος με της γαλάζιας του φτερούγας την αντιφεγγιά, με τα μακριά κροσσωτά τσίνουρα καταπάνω, πούριχναν ήσκιο στα μάγουλά του- κ' η καρδιά της πλημμύριζε από κάτι απέραντο κ' υπερδύναμο που τόσον καιρό τόχε κρατημένα μέσα της και της πονούσε τώρα, όπως πονεί το πρώτο γάλα στη μητέρα.

Ένα τοσοδά δεντράκι και σε λίγα χρόνια φούντωσε και θέριεψε κι' αγκάλιασε τον αέρα και γέμισε πουλιά και τραγούδια και άπλωσε ήσκιους και δροσιές. — Λεβέντικο δέντρο!... έλεγε ο Πέτρος ο Βάγιας, σα γύριζε τα μάτια και την καμάρωνε. Λες και δυνάμωσαν τα σωθικά του απ' το ξανθό πιοτό, που το στραγγούν στις ρίζες του οι μερακλήδες. Και τώρα λες πως το τραβάει η καρδιά του.

Αγύρτες πρωτοφανέρωτοι στον κόσμο, που με τέχνη ψιλοδούλευτη τον κοπάνιζαν, τον άλεθαν, και τον κοσκίνιζαν τον αέρα! Η επιστήμη της αγυρτείας ποτές δε φούντωσε με τόση δύναμη στην οικουμένη, κ' ίσως μήτε θα ξαναβλαστήση. Φαίνεται σα να στέριωναν τα θεμέλια, σα νάχτιζαν τα Πελασγικά τα τειχίσματα της Ρωμαίικης μωρολογιάς οι Τιτάνες εκείνοι της σοφιστείας.

Καλοκαίρι καιρός π' άναβε το χώμα, και σε λίγο ο μύλος πήρε λαμπάδα, φούντωσε ο καπνός, έτριξαν τα ξύλα και γκρεμίζουνταν οι τοίχοι από δω κι από κει. Ο Λιάκος αγάλι αγάλια απ' το δοκάρι τράβηξε στον τοίχο, έκατσε κοντά στο φεγγίτη. Τον έπνιγε η φωτιά, ο καπνός, μα σώθηκε. Όντας άρχισε να κατακάθεται η φωτιά, ζύγωσαν οι Τούρκοι. Κάνουν έτσι και τον βλέπουν ζωντανό, σκύλιασαν. Ίσα να τον σκοτώσουν.

Κι' η Φήμη ανάμεσό τους φούντωσε και να περπατάν τους κένταε, η μηνήτρα του Δία, και μαζέβουνταν. Και βούηζε το μεϊντάνι, βογγούσε κάτωθες κι' η γης καθώς τοποθετιούνταν, 95 κι' είταν αντάρα και φωνή. Κι' εννιά διαλαλητάδες τους έσκουζαν να κάτσουν πια και τη φωνή να πάψουν, ίσως ακούσουν τους τρανούς αρχόντους τι θα πούνε. Με κόπο κάθησε ο λαός, μα στα καθίσματά τους σύχασαν τέλος κι' έμειναν.

Και μ' αυτά ίσα-ίσα φούντωσε τώρα μέσα στην καρδιά τον ο πόθος του κοριτσιού, ξεχείλησ' η λαχτάρα τον για τη Λιόλια. Τo μουντό τραγούδι.

Και πρώτη φορά ένα μαγνητικό ρευστό χύθηκε απ' άκρη σ' άκρη στο κορμί της και φούντωσε το αίμα της. Για μια στιγμή της ήρθε λιγοψυχιά. Ο ανασασμός της έγινε δύσκολος· τα μέλη της βάρυναν και χαλαρώθηκαν. Έμοιαζε ολόγυμνο κορμί παραδομένο στου ήλιου τα φλογερά φιλήματα.

Από νεραντζιά δε φούντωσε τέτοιο δροσάτο κλωνάρι. Ως τόσο παιδιά μου, νύχτα σαν ετούτη κι από μέρα πιο λαμπερή δεν την είδαν τα μάτια μου. Ως και το φεγγάρι τη ζούλεψε τη χαρά μας. Στην πατινάδα, παιδιά, να το καταλάβη κι ο ουρανός. Κράλη, να το δης το χωριό μας με τ' ολοφέγγαρο, και να μείνη μες στην ψυχή σου. Κράλης. Να μας ξανακεράση πρώτα η νύφη, κι ό,τι προστάζεις κατόπι.