United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Περπατώντας περήφανα τη λύπη των άσπρων του μαλλιών στην Αθήνα ο παληός Αθηναίος αφίνει να στάξη το λίγο αίμα της καρδιάς του στης παληές συνοικίες όπου έζησε μια φορά. Είνε γελαστές και τώρα σαν και τότε απ' τον ίδιον ήλιο. Του προσώπου του οι χαράδρες διηγούνται τους κεραυνούς του Καιρού που εβρόντηξαν με θυμό απάνω στης τρέλλας του της κορυφές ω Θεέ! και ρήμαξαν το παρεκκλήσι, της στοργής του.

Ότι, άρχοντας αυτός τώρα, πώς θα μπορή ν' ανεβοκατεβαίνη από το σπίτι 'ςτ' αργαστήρι κι από τ' αργαστήρι 'ςτό σπίτι του αυγή, γιόμα και βράδυ περπατώντας, τόσο δρόμο, τόσον ανήφορο.

«Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη Περπατώντας η δόξα μονάχη, Μελετά τα λαμπρά παλικάρια Και στην κόμη στεφάνι φορεί, Γενομένο απ' ολίγα χορτάρια Που είχαν μείνει στην έρημη γη», Είπε η ψυχή εκείνη, κι ανατρίχιασε όλο το Έθνος από συγκίνηση. Πήγε να χαλάση ο κόσμος. Φώναζαν οι δάσκαλοι, φώναζε ο φραγκοκλέφτης ο Σούτσος. Το Έθνος τη δουλειά του.

Εγώ τα Τούρκικα τάμαθα μιλώντας με το Λατίφη το γείτονά μας. Κι ο Λατίφης πάλι τάμαθε τα ρωμαίικα τραγουδώντας μαζί μου. Με την αφεντειά σου να τραγουδώ, δεν ταιριάζει. Μπορούμε όμως να συντυχαίνουμε ταπομεσήμερο σα γυρίζης περπατώντας από το μεζλίσι. Έτσι θα τα μάθης μια μορφιά τα ρωμαίικα. — Καλά, λέει ο Αγάς χαδεύοντας τα γένεια του. Κ' έτσι γίνεται.

Το παίρνω μαζί μου, και πηγαίνω να καλοκοιτάξω αυτό το Καστρί εκεί κάτου, να δούμε, είταν κι αυτό Πολιτεία Ελληνική ή όχι; Ως εκεί μπορώ και περπατώντας να πάω. Ως τόσο μη χάνης καιρό εσύ. Έφυγε ο Σφακιανός με τάλογο, και καθώς τραγουδούσε έξω από το χωριό πηγαινάμενος, πρόβαλε ο Προεστός στην αυλή να προσκαλέση το Μυλόρδο στο γλυκό και στον καφέ.

Γεμάτη η Αθήνα τέτοια μεγάλα κεφάλια, που περπατώντας, τρώγοντας, ή και ρουχαλίζοντας, βρίσκουν πως η Φύση τούς έχει πλασμένους για ν' αφήσουν &πάτημα& μέσα στην ιστορία. Άλλος σε τούτο το στοιχείο της δόξας, άλλος σ' εκείνο. Η ζωή τους είναι μαρτύριο κι αυτή μεγάλο σαν το κεφάλι τους.

Μετά από όσα πέρασα και λόγω του φόβου μου ότι θα μπορούσα να αναγνωρισθώ από κάποιον εχθρό, μπορούσα μόνο να ταξιδεύω πολύ σιγά και προσεχτικά, γενικά αναπαυόμενος σε κάποιο απομακρυσμένο μέρος την μέρα και περπατώντας όσο πιο μακριά μπορούσα το βράδυ, και στο τέλος έφθασα στο βασίλειο του θείου μου, για τον οποίο ήμουν σίγουρος ότι θα με προστατέψει.

Ότι, άρχοντας αυτός τώρα, πώς θα μπορή ν' ανεβοκατεβαίνη από το σπίτι 'ςτ' αργαστήρι κι από τ' αργαστήρι 'ςτο σπίτι του αυγή, γιόμα και βράδυ περπατώντας, τόσο δρόμο, τόσον ανήφορο.

Κι' ο Αίας όλο φώναζε στα παλικάρια γύρω 501 «Παιδιά, ντροπής μας! Έφτασε στιγμή κι' ή θα χαθούμε, ή θα σωθούμε αν σώσουμε απ' το χαμό τα πλοία. Μη δα θαρρείτε, τώρα εδώ αν πάρουν τα καράβια, πως περπατώντας το γιαλό ως στ' Άργος θα διαβείτε; 505 Για δεν ακούτε στους οχτρούς τον Έχτορα που σ' όλους κράζει να τρέξουν και λυσσάει να κάψει την αρμάδα; Σε πόλεμο, όχι σε χορό, το ξέρτε, τους φωνάζει.

Οι τρόποι της όμως είταν τόσο ξανοιχτοί, να μην πούμε αντρίκιοι, σάνε δίδασκε από τη φιλοσοφική της έδρα, που πολλά καταλαλήθηκαν εναντίο της, μάλιστα από τις άλλες γυναίκες. Μα και περπατώντας αγαπούσε να φορή φιλοσοφικό τρίβωνα, κ' έτσι φορεμένη συνομιλούσε με το Συνέσιο και με τους άλλους σοφούς οπαδούς της, αψηφώντας τον κόσμο. Αν από τους φίλους της την ερωτευτήκανε μερικοί τι παράξενο.