United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπινε περισσότερο τώρα στο φαΐ κι όξω απ' το σπίτι. . . Όταν ήτονε σπίτι, έπεφτε σαν κουρασμένος και σκοτισμένος στην καρέκλα κοντά στο κρεββάτι της Βεργινίας, με το πρόσωπο μες τόνα χέρι, ώρες ολόκληρες λες και περίμενε κάτι που αργούσε νάρθη Μα μέσ’ απ’ τα δάχτυλα του κύτταζε τη Λιόλια που καθότανε σε μιαν άκρη κι όλο κάτι έρραβε, σκυφτή κι αμίλητη, με βαρειά καρδιά: την κύτταζε αλλοιώτικα τώρα ο Νίκος, επίμονα, καυτερά τόσο που του στέγνωναν τα μάτια, σα ναντλούσε απ' τα βάθη του κορμιού του όλη τη λαύρα της νεότητός του και να της την έχυνε με τις ματιές του απάνω της να την κάψη . . δεν κύτταζαν πια τα νιάτα του την ομορφιά της, όπως πρώτα, παρά η σάρκα του η μαυρειδερή τη ροδινή της σάρκα . . και μόλις πούθελε κουνηθή λιγάκι η Λιόλια μες την κάμαρη, την κρυφαγκάλιαζαν κάτι γλήγορες ματιές που ξάστραφταν κ' έσβηναν σαν τις αχτίδες του ήλιου στον καθρέφτη που πιάνει τα πουλιά . . και κιτρίνιζε ο Νίκος και τα ρουθούνια τον φτεροκοπούσαν. . . Κ' η Λιόλια. χωρίς να βλέπη τις ματιές του, τις αισθανόταν απάνω της, σ’ όλο το κορμί της: εκεί που στεκόταν, ενόσω περπατούσε, κοκκίνιζε ως τις ρίζες των μαλλιών της, ίδρωνε, της βάραιναν τα βήματά της, η βελόνα της έτρεμε στο χέρι... Ένας αέρας της ψυχής βαρύς και πνιγερός, γεμάτος βαστηγμένον πόνο και πόθο και κρυφή φλόγα, περίζωνε αυτούς τους τρεις ανθρώπους που ζούσανε δεμένοι στης Μοίρας τους τις αλυσσίδες. . . Ο γιατρός, πούρθε πάλι μιαν απ’ αυτές τις μέρες, βρήκε τη Βεργινία πολύ χειρότερα: διάταξε να της δίνουν κάθε τόσο ζουμί από κρέας κοπανιστό βρασμένο στην μποτίλλια, να της βάζουνε ζεστές μποτίλλιες στα πόδια, έγραψε κάτι άσπρα χάπια μικρούτσικα για την καρδιά, να παίρνη τρία την ημέρα, είπε να πάρουν αιθέρα νάχουνε στο σπίτι, αν τύχη και πάθη καμμιά λιγοθυμιά. . να τη σκεπάζουν καλά και ναφήνουν το παράθυρο ανοιχτό ίσαμ’ που να πέση ο ήλιος . . να της βράσουν Κίνα με Βαλεριάνα να πίνη ταχτικά δυο φορές την ημέρα . . . Τι να της δώση-δεν είχε άλλο πια! Α, και για τη νύχτα, σαν του είπε ο Νίκος πως δεν την πιάνει ύπνος, γιατί ότι ώρα και αν ξυπνούσε αυτός την εύρισκε με τα μάτια της γαρίδα, έγραψε κάτι σκονάκια υπνωτικά «Σουλφονάλ», να παίρνη από ένα στις οχτώ η ώρα και τότε θα την παίρνη ο ύπνος κατά τις ένδεκα και θα κοιμάται ίσαμε το πρωί. . . «Ώλλ ράΐτ ! Καλή όρεξη ! αντιχαίρετεΈκανε τώρα κάτι μέρες χαρά Θεού!