United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εδώ «τα ηύρε σκούρα». Οι δικολάβοι, όπου δεν λείπουν από κανένα μικρό χωριό, υπερασπίστηκαν τη νέα, και την εσυμβούλεψαν να μην κουνηθή από το σπίτι.

Δεν πλένω δισκάρια. Νέον ηύρε λεβέντη Ο Μπαλ Καλιμπάν. — Εύρ' άλλονε, — αφέντη. — Σαν τον Καλιμπάν. Ελευθεριά, σκόλη! σκόλη, ελευθεριά! ελευθεριά, σκόλη, ελευθεριά! ΣΤΕΦΑΝ. Ω άξιο τέρας! δείξε μας το δρόμο. Μπαίνει ο ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ βαστώντας ένα γογγύλι.

Τον καιρόν εκείνον ήλθε ένας Κάδμος στας Αθήνας, Κι' αφού έμεινε εννέα έως δέκα θαρρώ μήνας, Ηύρε μέσα εις εκείνη την σπουδαία κεφαλή του Τα περίφημα στοιχεία του λαμπρού μας αλφαβήτου. Αυτός έκαμε την γλώσσα των ελλήνων κλασική, Και αμέσως διεσπάρη απ' εδώ και απ' εκεί.

Αυτό πολύ εσυγκίνησε τον Αντώνη και καθώς ήταν ευαίσθητος, μια μέρα που την ηύρε μονάχη, της είπε πως την αγαπά τόσο, που δε ξέρει, αν γίνεται αγάπη μεγαλείτερη. Η κοπέλλα του αποκρίθηκε με το ίδιο αίσθημα και ο καϋμένος ο Αντώνης ευρέθηκε μια στιγμή στους ουρανούς.

Κοντοζυγόνει· ξανοίγει χάμου μία λακκούλα που εδεχόταν του βράχου τη διαμαντένια σταλαγματιά. Του ήρθε σαν δίψα·γονατίζει, πίνει από το νερό· ξεδιψάει. Του ήρθε σαν κάμμα· παίρνει από το νερό και νίβεται· δροσολογάται. Αστόχαστα βγάνει κ' ένα ψαράκι που ηύρε νεκρό στις πέτρες και το ρίχνει μέσα.

Εκεί ηύρε μίαν θύραν ανοιχτήν και εισήλθεν. Ήτο μικρά οικία ανώγειος, όπου εκατοίκει το Γηρακώ της Κατερίνας, η λεγομένη Μανιά. Ήτο χήρα και ατεκνωμένη, κ' ενδιεφέρετο δι' όλας τας αλλοτρίας υποθέσεις, και μάλιστα διά πανδρολογήματα, προξενιές, κ' ενίοτε ανδρογυνοχωρισιές. — Καλή σπέρα, Μανιά. — Καλώς το παιδί μου. — Αυτό είνε το παραθυράκι που έλεγες; — Ναι. — Όπου μπορεί ένας άνδρας να πηδήση;

Αυτή θέλει όλο και στα ζεστά και να τη δης που θα σου γείνη θρεφτάρι. . . Και τόλουσε το νεογνό μέσα σε χλιαρό νερό, πούτρεξε και τόφερε από το πλυσταρειό, κ' έπειτα το τύλιξε μέσα σε λίγο μαλλί, που το τράβηξε απ’ το στρώμα, και σε κάτι φανελλίτσες πούψαξε και τις ηύρε μέσα στον κομμό, παλιές της Βεργινίας, και το φάσκιωσε με τα παννάκια πούχε η Λιόλια ετοιμάσει κάτι λιγοστά, από καιρό, και της τόβαλε της Λιόλιας στο κρεββάτι... Κοιτόταν η Λιόλια, πονεμένη και χλωμή στο κρεββάτι, ολομόναχη, χωρίς να ξέρη τίποτα ο Νίκος, χωρίς τη θεια Ελέγκω κοντά της, γιατί κανείς δεν τόβαζε με το νου του αυτό το ξαφνικό. . έτσι γερή και δυνατή που ήτον. . . Ως που να πάη και νάρθη η Κερά Γιώργαινα που πετάχτηκε σπίτι της να πάρη κάτι χρειαζούμενα για τη λεχώνα και για το παιδί: κάτι βαμπάκια, κάτι στύψες, λίγο γλυκοπόδιο, μια χούφτα γλυκάνισο να βράση του παιδιού, που τάχε απ’τις δικές της γέννες, πλάκωσαν κι άλλες γειτόνισσες γιατί άλλο δεν είναι να τις τραβήξη, όπως το κρέας τη μύγα και το ψάρι τη γάτα, από λείψανο και γεννητούρια κι όπου φανή η Κερά Γέννα κι ο Κυρ Χάρος σέρνουν όλο το γυναικομάνι αποπίσω τους, όπως ο Φασουλής κι ο Καραγκιόζης τη μαρίδα.

Στη θάλασσα, είχε για καλά σηκωθή ο άνεμος και χτυπούσε δυνατά τα πανιά. Το καράβι έφτασε γρήγωρα στη στεριά. Η Ιζόλδη η Ξανθή βγήκε όξω. Άκουσε μεγάλους θρήνους στους δρόμους. Άκουσε να χτυπούν η καμπάνες λυπητερά στης εκκλησιές και στα μοναστήρια. Ρωτάει τους περαστικούς γιατί η πένθιμες καμπάνες, γιατί οι θρήνοι. Ένας γέρος της λέει: «Αρχόντισσα, μεγάλο κακό μας ηύρε.

Ο δε φαρμακοπώλης τον επήρε διά τρελόν τω όντι, και τον άφησε να φύγη. — Θα μου το πληρώσης, έλεγεν ο μεγάλος Κλώσος, όταν επλησίαζεν εις το χωρίον, θα μου το πληρώσης, μικρέ Κλώσε! Και άμα έφθασεν, επήρε τον μεγαλείτερον σάκκον όπου ηύρε, και υπήγεν εις του μικρού Κλώσου και του λέγει: — Με εγέλασες πάλιν. Την πρώτην φοράν με έκαμες και εσκότωσα τα άλογά μου, τώρα την νόναν μου!

Τότε διά μιας ο όνος έλαβε τοιούτον απίστευτον δρόμον, ώστε ο νέος εξαφνίσθη, και ολίγον έλειψε να του φύγη το καπίστρι από την χείρα. Τότε λοιπόν ηύρε «τον σφιγμόν» του οναρίου. Επέβη εκ νέου, και «πού σε σφάζ', πού σ' πονείήρχισε να κεντά, αλύπητα· το ονάριον έτρεχεν ως βαποράκι.